… Μπορεί ο πατέρας μας να είχε πεθάνει, όμως όλη η οικογένειά μας αγαπούσε (και αγαπάει) τους φίλους του. Όταν ένας από αυτούς ζήτησε να με δει και αυτός για να του πω τι κάνω «στη χώρα του Τσαουσέσκου», με μεγάλη μου χαρά πήγα να τον επισκεφτώ.
Προσπέρασα την πλατεία της Κατερίνης και μετά τη δημοτική αγορά. Περπάτησα στο στενό που με οδηγούσε στον χώρο που έκανε τα ραντεβού του, το παλιό του ιατρείο… Ένας καταράκτης από μνήμες πλημμύρισε τη σκέψη μου, «με είδα» να ανεβαίνω τα σκαλιά για τον πρώτο όροφο ως μικρό παιδί, κρατώντας το χέρι των γονιών μου. Αντίκρυσα μπροστά μου την παλιά πόρτα που ήξερα τόσο καλά, την άνοιξα και προχώρησα στον ενδιάμεσο χώρο για να κτυπήσω τη δεύτερη. Ήμουν χαρούμενος που θα τον συναντούσα, περήφανος να του περιγράψω την πρόοδό μου στη Ρουμανία, είχα τόσα να του πω…
– «Ποιος είναι;»
Η: «Ο Ηλίας»
– «Ωωωω, έλα αγόρι μου, πέρασε!» άκουσα τη γνώριμη φωνή του.
Άνοιξα τη δεύτερη πόρτα και μπήκα προς τα μέσα. Τα βιβλία του ήταν όλα εκεί που τα θυμόμουν, το ίδιο και ο μικρός σκελετός που υπήρχε σε μία γωνία. Τον είδα να κάθεται στην παλιά του αναπαυτική καρέκλα, όμως μπροστά του ήταν καθισμένος κάποιος άλλος, πιο νέος.
– «Καλώς μας ήρθες, Ηλία μου» είπε ο φίλος του πατέρα μου και ο νεότερος άντρας γύρισε το κεφάλι του για να με δει, καταφέρνοντας να χαμογελάσει συγκρατημένα.
Περηφανεύομαι ότι συνήθως διατηρώ την ψυχραιμία μου. Όταν όμως τον είδα, ήταν σα να με κτύπησε κεραυνός, τα έχασα…
…
Η «Δημοτική Αγορά» της Κατερίνης. 1982 – 1989
Η κεντρική «Δημοτική Αγορά» της Κατερίνης κατεδαφίστηκε το 1982. Οι πολιτικοί είπαν στους μαγαζάτορες πως σε έξι μήνες θα άνοιγε ξανά και ότι θα έπαιρναν τα ίδια μαγαζιά που είχαν και πριν το γκρέμισμα. Από το 1926 η οικογένειά μας είχε το δεύτερο μαγαζί στα αριστερά, μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο… «αυτό θα πάρετε ξανά» είπαν στον πατέρα μου. Οι 6 μήνες έγιναν 6 χρόνια και χρειάστηκε μεγάλη υπομονή και ακόμη περισσότερη εφευρετικότητα για να κρατήσει όρθια την οικογένειά μας. Το 1988 ξεκίνησαν οι πλειστηριασμοί για τις ενοικιάσεις των νέων μαγαζιών, χωρίς οι παλιοί ενοικιαστές να έχουν κάποιοι πλεονέκτημα (η εμπειρία έδειξε πως η πλειοψηφία όσων πλειοδότησαν τότε δεν πλήρωσαν ποτέ τους το συμφωνηθέν ενοίκιο, αλλά παρέμειναν γιατί στην Ελλάδα σημασία έχει ποιον ξέρεις, όχι τι υπογράφεις).
Έχοντας χάσει τα περισσότερα «καλά» σημεία που είχαν ενοικιαστεί σε αστρονομικές τιμές, τον Σεπτέμβριο του 1989 ο πατέρας μας μελέτησε για έναν μήνα την κίνηση των ανθρώπων (δίνοντάς μας το πρώτο μάθημα της ζωής μας για τα ακίνητα) και κατάφερε να πλειοδοτήσει με λογικό ενοίκιο για ένα μαγαζί δεύτερο από τον δρόμο, δίπλα στην είσοδο του υπόγειου πάρκιγκ.
Ο Γρηγόρης και εγώ πηγαίναμε στο μαγαζί κάθε Σάββατο από μικρά παιδιά (όπως αργότερα και ο τρίτος αδερφός, ο Νίκος). Ήδη από τα 12 μας ξεκινήσαμε να εργαζόμαστε όσο μπορούσαμε. Όμως από την ώρα που γυρίσαμε ως οικογένεια στη δημοτική αγορά το 1989 αρχίσαμε όχι απλά να είμαστε παρόντες κάθε Σάββατο και όλες τις γιορτές, αλλά να δουλεύουμε κανονικά, ως κρεοπώλες, με πλήρες 10 – 12ωρο. Είχαμε και έναν εξαιρετικά απαιτητικό «εργοδότη», τον πατέρα μας, που απαίτησε από τη μητέρα μας – και αυτή μαζί του στη δουλειά, κάθε μέρα – να μην παρέμβει και να τον αφήσει να μας σκληραγωγήσει και τους τρεις μας (ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του προς εμάς).
Κατερίνη, 1991
Η επιλογή του σημείου από τον πατέρα μας πέτυχε και γρήγορα βρεθήκαμε να εξυπηρετούμε εκατοντάδες πελάτες κάθε εβδομάδα, ξεπερνώντας άλλους με καλύτερα σημεία και πιο προβεβλημένες θέσεις.
Δύο χρόνια μετά οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί ήμασταν πλέον εξαιρετικά εκπαιδευμένοι κρεοπώλες, ενώ και ο τρίτος βοηθούσε τη μητέρα μας στο ταμείο και τις σακούλες, στα 11 του. Είχαμε ήδη αποκτήσει ο καθένας μας τους δικούς «του» πελάτες, που έρχονταν για να εξυπηρετηθούν από αυτόν, κάτι που μας προσέφερε μία ικανοποίηση που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια.
Όμως στα 15 – 16 του ένα αγόρι αρχίζει να νιώθει ότι γίνεται άντρας, δυνατός και ικανός για όλα. Εξυπηρετώντας δεκάδες πελάτες και μιλώντας με πολύ κόσμο κάθε εβδομάδα, είχαμε φτάσει με τον Γρηγόρη να νομίζουμε ότι μπορούσαμε να «διαβάσουμε» τους ανθρώπους, να καταλάβουμε πώς πραγματικά ήταν. Ο πατέρας και η μητέρα μας δεν είχαν πρόβλημα να μας αφήσουν να πιστεύουμε (λανθασμένα) πως καταλαβαίνουμε τους γύρω μας, αρκεί να φροντίζαμε πάντα να τηρούμε τις αρχές που μας είχαν μάθει και να σεβόμαστε τους πάντες. Εμείς κυριολεκτικά «ρουφάγαμε» εμπειρίες, εικόνες και παραστάσεις, αλλά κάναμε και πολλά λάθη, για αυτό και χρειαζόμασταν πολλές φορές κάποιους να μας κρατήσουν τα πόδια στη γη…
– «Αυτός που βλέπεις και μου λες ότι είναι έτσι, στην πραγματικότητα είναι σχεδόν το αντίθετο» μας εξηγούσε ο πατέρας μας…
– «Γιατί κρίνεις κάποιον από το πώς δείχνει εξωτερικά;» μας ρωτούσε η μητέρα μας…
«Κόκκαλα έχετε;»
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα ήταν εντελώς διαφορετική από τη σημερινή. Ενώ η χώρα ήταν διαρκώς στα πρόθυρα χρεωκοπίας μετά τη δεκαετία του ’80, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν χρήματα για κάθε τους σχεδόν ανάγκη, φυσικά και για να αγοράσουν κρέας. Ακόμη και οι φτωχότεροι πολίτες που εξυπηρετούσαμε κρέας αγόραζαν, κατώτερης ποιότητας, αλλά κρέας. Λίγοι ήταν αυτοί που ζητούσαν κόκκαλα, για να τα δώσουν στα σκυλιά τους. Για αυτούς είχαμε στην άκρη του ψυγείου έτοιμες κάποιες σακούλες…
Ένα Σάββατο μεσημέρι είδα με την άκρη του ματιού μου έναν νεαρό. Πρέπει να ήταν γύρω στα 18 – 20, αλλά έμοιαζε ακόμη νεότερος, ήταν πολύ αδύνατος και είχε μία φωνή «όχι βαρειά αντρική». Ήταν τόσο ντροπαλός και χλωμός που έδειχνε άρρωστος και καθόταν σε μία άκρη, πέντε μέτρα από το μαγαζί μας, μέχρι να βρει το κουράγιο και να με πλησιάσει όταν κάποια στιγμή βγήκα έξω.
– «Κόκκαλα έχετε;» με ρώτησε αδύναμα, αφού πρώτα είχε τραβήξει προς τα πίσω τα μακριά του μαλλιά.
Τα κόκκαλα τα δίναμε δωρεάν σε αυτούς που ήταν σταθεροί πελάτες και αγόραζαν πολλά προϊόντα, αλλά δεν του είπα όχι. Μπήκα στο ψυγείο, βρήκα σε μία γωνία την τελευταία μας σακούλα με κόκκαλα και του την έδωσα, ρωτώντας τον αν θέλει κάτι άλλο. Δεν ήθελε. Μιας και αυτό το προϊόν δεν πωλούνταν, του είπα ότι δεν θέλω κάτι, όμως αυτός επέμεινε να μου αφήσει τα χρήματα που είχε. Έσφιξε με δύναμη τη σακούλα και έφυγε ανορθώνοντας τους ώμους του και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι του.
Δύο εβδομάδες αργότερα ο ίδιος νεαρός εμφανίστηκε ξανά. Περίμενε υπομονετικά να εξυπηρετήσουμε όλους τους άλλους πελάτες και κατευθύνθηκε στον Γρηγόρη που εκείνη τη στιγμή ήταν διαθέσιμος.
– «Κόκκαλα έχετε;» τον ρώτησε με την ψιλή, αδύναμη φωνή του, όμως όσο και αν έψαξε ο Γρηγόρης, σακούλα δε βρήκε να του δώσει και απορήσαμε βλέποντάς τον να φεύγει απογοητευμένος, απαρηγόρητος… τους επόμενους μήνες εμφανίστηκε αρκετές φορές ακόμη. Άλλοτε είχαμε κόκκαλα, άλλοτε πάλι όχι, μιας και ο νεαρός έρχονταν σχετικά αργά. Ίσως για αυτό και να παραιτήθηκε από την προσπάθεια…
Παράδειγμα αδυναμίας;
Παρά το ότι σεβόμασταν από μικροί τους πάντες και παρά τις πολύ αυστηρές παρατηρήσεις των γονιών μας, για κάποιον ηλίθιο λόγο αποφασίσαμε με τον Γρηγόρη να θεωρήσουμε αυτό το νέο παιδί ως παράδειγμα αδύναμου ανθρώπου. Όταν ένας από τους δυο μας παραπονιόνταν ότι κουράστηκε από τη δουλειά, ο άλλος του έλεγε «κόκκαλα έχετε;» με αδύναμη φωνή, κοροϊδεύοντάς τον. Αυτό το χαζό αστείο κράτησε μέχρι τα 18 μας, όταν και μάλλον έπηξε το μυαλό στο κεφάλι μας λίγο περισσότερο.
Η περιέργεια για τη Ρουμανία
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και το 1995 χάσαμε τον πατέρα μας. Παρόλα αυτά η οικογένειά μας συνέχισε να δουλεύει στο κρεοπωλείο ενωμένη, μέχρι που το έκλεισε το 2004. Ο Νίκος πήρε πάνω του το κρεοπωλείο και μετά σπούδασε οικονομικά στη Θεσσαλονίκη ενώ παράλληλα δούλευε κάθε Παρασκευή και Σάββατο και έφυγε για την Αγγλία όπου σήμερα είναι καθηγητής πανεπιστημίου. Εμείς με τον Γρηγόρη φτιάξαμε τη μεγαλύτερη τοπική εφημερίδα, αρχίσαμε τις καμπάνιες πολιτικών κλπ. Το 2003 κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα χρεωκοπήσει μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και αφού απέρριψα τη Βουλγαρία και τη Σερβία, το 2004 επέλεξα τη Ρουμανία για να ξεκινήσω εκεί από το μηδέν, στον χώρο των ακινήτων.
Το 2005 ήταν η πρώτη χρονιά που οι άνθρωποι της τοπικής κοινωνίας άρχισαν να συζητούν για «τον Ηλία, που έφυγε από εδώ και πήγε στη… Ρουμανία! Μα εκεί είναι φτωχοί… τι πήγε να κάνει;» Η περιέργειά τους ήταν πολύ μεγάλη και με ρωτούσαν σχεδόν όπου με έβλεπαν.
Μία αναπάντεχη συνάντηση
Μπορεί ο πατέρας μας να είχε πεθάνει, όμως όλη η οικογένειά μας αγαπούσε (και αγαπάει) τους φίλους του. Όταν ένας από αυτούς ζήτησε να με δει και αυτός για να του πω τι κάνω «στη χώρα του Τσαουσέσκου», με μεγάλη μου χαρά πήγα να τον επισκεφτώ.
Προσπέρασα την πλατεία της Κατερίνης και μετά τη δημοτική αγορά. Περπάτησα στο στενό που με οδηγούσε στον χώρο που έκανε τα ραντεβού του, το παλιό του ιατρείο… Ένας καταράκτης από μνήμες πλημμύρισε τη σκέψη μου, «με είδα» να ανεβαίνω τα σκαλιά για τον πρώτο όροφο ως μικρό παιδί, κρατώντας το χέρι των γονιών μου. Αντίκρυσα μπροστά μου την παλιά πόρτα που ήξερα τόσο καλά, την άνοιξα και προχώρησα στον ενδιάμεσο χώρο για να κτυπήσω τη δεύτερη. Ήμουν χαρούμενος που θα τον συναντούσα, περήφανος να του περιγράψω την πρόοδό μου στη Ρουμανία, είχα τόσα να του πω…
– «Ποιος είναι;»
Η: «Ο Ηλίας»
– «Ωωωω, έλα αγόρι μου, πέρασε!» άκουσα τη γνώριμη φωνή του.
Άνοιξα τη δεύτερη πόρτα και μπήκα προς τα μέσα. Τα βιβλία του ήταν όλα εκεί που τα θυμόμουν, το ίδιο και ο μικρός σκελετός που υπήρχε σε μία γωνία. Τον είδα να κάθεται στην παλιά του αναπαυτική καρέκλα, όμως μπροστά του ήταν καθισμένος κάποιος άλλος, πιο νέος.
– «Καλώς μας ήρθες, Ηλία μου» είπε ο φίλος του πατέρα μου και ο νεότερος άντρας γύρισε το κεφάλι του για να με δει, καταφέρνοντας να χαμογελάσει συγκρατημένα.
Περηφανεύομαι ότι συνήθως διατηρώ την ψυχραιμία μου. Όταν όμως τον είδα, ήταν σα να με κτύπησε κεραυνός, τα έχασα… μπροστά μου είχα τον νεαρό που ερχόταν στο κρεοπωλείο και ρωτούσε με αδύναμη φωνή «κόκκαλα έχετε;»! Πλέον ήταν άντρας, αλλά η όψη του δεν είχε αλλάξει. Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο, αλλά ήταν βέβαιο πως δεν με είχε θυμηθεί…
– «Ηλία, να σου συστήσω τον Χ, έναν καλό μου φίλο!» συνέχισε να μιλάει ο φίλος του πατέρα μου… «για να σου πω την αλήθεια, μπορεί να σας αγαπάω και εσάς τους τρεις αδερφούς πάρα πολύ ως τα παιδιά του Παναγιώτη του φίλου μου, όμως ο Χ έχει μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, είμαι περήφανος για αυτόν και όλα όσα έχει πετύχει! Γνώρισα τον πατέρα του αμέσως μόλις ήρθαν οικογενειακώς από την Αλβανία. Δυστυχώς πέθανε νέος και άφησε πίσω του γυναίκα και ένα αγόρι, τον Χ. Αλλά ο Χ ήταν πολεμιστής, έτσι δεν είναι παιδί μου;» (γύρισε και τον κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο) «Αυτός που βλέπεις μπροστά σου, Ηλία, δούλευε τη μέρα και διάβαζε όλη τη νύχτα, τρώγοντας ελάχιστα, σχεδόν τίποτε, την ώρα που εμείς τρώμε και ζούμε καλά…»
Ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω από τη ντροπή…
– «…ο Χ μας, κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει ιατρική! Κοίτα να δεις! Έγινε συνάδερφός μου! Τώρα πια ζει στη Θεσσαλονίκη, είναι παντρεμένος και έχει δύο υπέροχα παιδιά. Πόσο περήφανος είμαι για αυτόν!» είπε και ο Χ του χαμογέλασε ντροπαλά…
Ντροπή…
Είχα γίνει κατακόκκινος… ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί… ζήτησα συγνώμη και βγήκα έξω, κατέβηκα κουτρουβαλώντας τις σκάλες και βγήκα πίσω στον δρόμο. Ένιωθα ναυτία, νόμιζα ότι θα κάνω εμετό… ένιωθα ντροπή. Κατάλαβα ότι έκλαιγα όταν τα δάκρυα ύγραναν τα χείλη μου… Χριστέ μου, πώς είναι δυνατόν να το έχω κάνει εγώ αυτό το πράγμα…
Κρατιόμουν από κάπου για να μην πέσω κάτω και το μυαλό μου γύρισε στο 1991… αυτός ο νέος με την αδύναμη φωνή δεν είχε χρήματα για να αγοράσει κρέας. Έβραζε κόκκαλα και υπέφερε τα πάνδεινα για να βοηθήσει τη μητέρα του και να επιβιώσει και ο ίδιος… η αδύναμη φωνή του ήταν αποτέλεσμα των συναισθημάτων του, της συστολής του… εμφανιζόταν μπροστά μας ως ένα σπουργίτι, μα είχε καρδιά δέκα λιονταριών… και εγώ κορόιδευα έναν τέτοιο άνθρωπο…
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να καταφέρω να νιώσω και πάλι ικανός να επιστρέψω στο ιατρείο του φίλου του πατέρα μου. Ανέβηκα τις σκάλες με αποφασιστικότητα, έτοιμος να ζητήσω ταπεινά συγνώμη από τον Χ, αλλά δεν τον πρόλαβα, είχε μόλις φύγει..
Ο φίλος του πατέρα μου απόρησε με τη συμπεριφορά μου και επέμεινε να δει αν είμαι καλά… τρεις ώρες έμεινα μαζί του, μιλώντας για τη Ρουμανία και τις εμπειρίες μου εκεί, την οικογένειά μου, τις αναμνήσεις του για τον πατέρα μου, την πολιτική… μου ήταν όμως αδύνατο να συγκεντρωθώ στην κουβέντα. Το μυαλό μου ήταν στον Χ…
Μήπως υπάρχουν και χειρότερα;
Γύρισα στο σπίτι κατά τις 21.00 και έψαξα τον Γρηγόρη. Τον πήρα και πήγαμε στο γραφείο της εφημερίδας μας. Όταν του εξιστόρησα τι μου συνέβη, αρχίσαμε να κλαίμε και οι δύο, ντροπιασμένοι, συναισθανόμενοι πόσο «μικροί» ήμασταν μπροστά σε αυτόν τον «γίγαντα με την αδύναμη φωνή»…
- Και ο δικός μας ο πατέρας είχε πεθάνει ενώ ήμασταν μικροί, όμως εμείς ήμασταν τρεις, αυτός ήταν μόνος με τη μητέρα του…
- Εμείς είχαμε το σπίτι μας, ζούσαμε στη χώρα μας, ήμασταν «εντός έδρας» όταν χάσαμε τον μπαμπά, αυτός ήταν στην ξενιτιά, άγνωστος μεταξύ αγνώστων…
- Εμείς είχαμε δουλειά, δουλέψαμε σκληρά όλη η οικογένεια και προχωρήσαμε. Αυτός δεν είχε τίποτε, ποιος ξέρει τι τράβηξε δουλεύοντας ως ανειδίκευτος εργάτης εδώ και εκεί…
Είναι σπάνιο στη ζωή δύο άνθρωποι να μοιράζονται μία κοινή ντροπή, όμως αυτό νιώθουμε ο αδερφός μου και εγώ απέναντι στον Χ…
Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα για τους ανθρώπους… δεν ξέρεις τι κρύβει καθένας που συναντάς μπροστά σου στη δουλειά και στη ζωή… δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από την ιστορία του Χ…
ΥΓ. Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, όμως συνεχίζουμε να αναζητούμε τον Χ για να τον συναντήσουμε και να του ζητήσουμε συγνώμη. Είμαστε βέβαιοι ότι ο ίδιος ούτε καν θυμάται το γιατί, όμως αυτό αποτελεί για εμάς προσωπικό χρέος, που θέλησα να μοιραστώ μαζί σου αυτές τις γιορτινές μέρες.
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Διατυπώστε την άποψη σας