– «Ποιος είναι αυτός ο νεαρός;»
Σ: «Αυτός εκεί;»
– «Ναι, αυτός, ο Δ. Τον έχουν τρελάνει στην αγγαρεία και το κουβάλημα»
Σ: «Δεν έχω ιδέα. Είπε ότι έχει ανάγκη από δουλειά, κάθε μήνα του αλλάζουν και τμήμα, τον τρέχουν παντού»
– «Μεγάλη υπομονή έχει… τόσο τρέξιμο, τόσο κουβάλημα και δεν λέει τίποτε…»
Σ: «Μπράβο του πάντως που είναι εργατικός άνθρωπος, θα πάει μπροστά στη ζωή ο Δ».
– «Αν ήταν γιος πλουσίου, δεν θα χρειαζόταν να δουλεύει και τότε όντως θα πήγαινε μπροστά. Τώρα, με τα 10ωρα και τα 12ωρα που κάνει εδώ… σιγά μην πετύχει κάτι… η δουλειά είναι για τα κορόιδα… το σύστημα…»
Σ: «Άσε με, σε παρακαλώ, με το σύστημα και τις θεωρίες σου. Η δουλειά είναι ευλογία, αξιοπρέπεια και προνόμιο».
– «Πάντως θέλω να μάθω περισσότερα για αυτόν, τον… αχθοφόρο. Έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από λεφτά και δουλεύει έτσι;»
…
Κατερίνη, άνοιξη 2020
Μετά από μία επιτυχημένη απόπειρα το 2018 σε μία μικρή έκθεση τροφίμων στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2019 επισκέφθηκα τη μεγάλη έκθεση τροφίμων Food Expo μαζί με την κόρη μου, που ήταν η «επίσημη βοηθός μου». Ενώ αρκετοί γνωστοί και φίλοι μου έλεγαν ότι αυτό είναι λάθος, ότι το παιδί θα κουραστεί, ότι είναι μικρό (10 ετών) κλπ, η κόρη μου απέδειξε πως ούτε μικρή ήταν, ούτε κάποιο πρόβλημα είχε. Έμεινε στο πλευρό μου από το πρωί ως αργά το απόγευμα, ακολούθησε το εξαντλητικό πρόγραμμά μου, μου είπε τη γνώμη της για brands, designs, εταιρείες, χρώματα, έντυπα, συσκευασίες, συμπεριφορά ανθρώπων, γεύσεις προϊόντων κλπ. Συνέχισα να την παίρνω μαζί μου όπου μπορώ και τον Ιανουάριο του 2020 ήταν η βοηθός μας στο σεμινάριο που οργανώσαμε με τον αδερφό μου τον Γρηγόρη στην Αθήνα, για την ίδρυση εταιρείας στη Ρουμανία. Η ακύρωση των εκθέσεων κλπ το 2020 διέκοψε προσωρινά την… καριέρα της κόρης μου (που επανήλθε δριμύτερη στο πλευρό μας το 2022, με την επανέναρξή τους).
Όταν ξεκίνησε η καραντίνα του 2020, έμεινα στην Κατερίνη για να είμαι κοντά σε κόρη και μητέρα. Ένα απόγευμα που συνομιλούσα στο τηλέφωνο με κάποιον φίλο, ενώ του έλεγα με χαρά για τις προσπάθειές μου να βάλω την κόρη μου στη δουλειά, αυτός επέμενε ότι το παιδί είναι μικρό, πως είναι λάθος «να το τραβολογώ δεξιά και αριστερά», πως «θα δουλέψει όταν μεγαλώσει» κλπ. Η μητέρα μου ήρθε στο διαμέρισμά μου για κάτι, άκουσε τον διάλογο αυτόν και όταν πιο μετά πήγα στο δικό της για να μιλήσουμε ή να δούμε κάτι μαζί στο netflix, με ρώτησε:
Σ: «Τι σου έλεγε αυτός ο φίλος σου; Τι τον πειράζει αν δουλεύει ένα παιδί;»
Η: «Άστον, βλέπει αλλιώς τον κόσμο, έχει και τη γυναίκα του που διαβάζει πολλά βιβλία ψυχολογίας και νομίζουν ότι τα παιδιά παθαίνουν κάτι κακό αν δουλεύουν και μαθαίνουν τη ζωή. Το ίδια μου λέει και για τους φοιτητές, γενικά νομίζει πως το παιδί πρέπει να απέχει από την εργασία μέχρι να τελειώσει τις σπουδές τους και να βρει τότε την πρώτη του δουλειά».
Σ: «Μα είναι δυνατόν; Και μέχρι τότε αυτός θα το πληρώνει το παιδί του για να κάθεται; Και πώς θα καταλάβει τη ζωή;»
Η: «Άλλα μυαλά, μαμά, άστον…»
Σ: «Δεν θα σου πω για το πόσο δουλεύαμε εμείς στην εποχή μας, ούτε εσείς τα τρία παιδιά μου. Θα σου πω όμως μία ιστορία για έναν άλλον άνθρωπο, που με εξέπληξε…»
Η: «Τέλεια. Σε ακούω!»
Βρυξέλλες, Βέλγιο. 1968 (αφηγείται η Σοφία Παπαγεωργιάδου)
Σ: «Όπως ξέρεις, στις Βρυξέλλες πήγα όταν έγινε 18 χρονών, το 1963. Δούλεψα σε διάφορες δουλειές και το 1968 με βρήκε να δουλεύω στα σούπερ μάρκετ Delhaize (σσ. προφέρεται «ντελέζ»). Πολλά χρόνια μετά αγόρασαν στην Ελλάδα τον Βασιλόπουλο. Τότε στη χώρα μας δεν είχαμε τέτοια μαγαζιά, όμως εκείνη η περίοδος ήταν η πρώτη της ραγδαίας ανάπτυξής τους στη δυτική Ευρώπη. Στις Βρυξέλλες και το Βέλγιο άνοιγαν παντού!
Εκεί έκανα στην αρχή κάθε είδους δουλειά, ώσπου σιγά σιγά πήρα μικρές προαγωγές και βρέθηκα ταμίας, έχοντας και άλλες ευθύνες παράλληλα. Τότε ήταν που έμαθα πολλά μυστικά για το εμπόριο, πώς στήνεις τα προϊόντα, πώς πρέπει να δείχνουν όλα πεντακάθαρα στο μάτι του πελάτη, πώς τον εξυπηρετείς, πώς του μιλάς και πολλά άλλα.
Ο ξερακιανός νεαρός
Κάποια στιγμή στα μέσα της χρονιάς μας έφεραν στο μαγαζί έναν νεαρό που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του. Ας τον πούμε Δ. Ήταν ξερακιανός, με κοντά μαλλιά, σχετικά ψηλός και με ωραία χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Ξεκίνησε από το τμήμα κρεάτων. Κουβαλούσε όλη τη μέρα ατελείωτες ποσότητες… τον βρήκαν οι παλιοί νέο και του έδιναν να κάνει τα πάντα. Μετά από έναν μήνα μεταφέρθηκε στο τμήμα φρούτων και λαχανικών, πάλι τα ίδια.. ξεφόρτωμα, κουβάλημα, καθαριότητα, επεξεργασία προϊόντων… 12 ώρες τη μέρα δουλειά. Ύστερα πήγε στα ξηρά προϊόντα.
Μετά πήγε στα τυριά, τα ίδια και εκεί. Δεν παραπονιόταν, δεν τον είδε κάποιος να δυσανασχετεί, το αντίθετο, έλεγε πως από μικρός ήταν στη δουλειά, στο μαγαζί του πατέρα του. Κάποιοι του έκαναν πλάκα και τον κορόιδευαν, μία μεγάλη σε ηλικία κυρία στα φρούτα τον πείραζε για τις κοπέλες, αυτός δεν έδειχνε να ενοχλείται. Άκουγε με προσοχή ό,τι του έλεγες, προσπαθούσε να καταλάβει και να μάθει τα πάντα, κουβαλούσε αγγόγυστα και δεν αντιδρούσε στα πειράγματα ή και τις «ελαφρές» προσβολές. Σέρβιρε τις πελάτισσες και τους πελάτες όπως του μαθαίναμε, δεν έκανε του κεφαλιού του.
Πες μου την ιστορία σου.
Έχεις κάποια αληθινή ιστορία που πιστεύεις ότι αξίζει να διηγηθώ;
Γράψε μου για να τα πούμε!Πες μου τι σκέφτεσαι!
Η αποκάλυψη
Εκεί στη δουλειά οι περισσότερες ήμασταν νεαρές κοπέλες. Κάποια μέρα μία από αυτές «φαγώθηκε» να μάθει περισσότερα πράγματα για τον Δ…
– «Ποιος είναι αυτός ο νεαρός;»
Σ: «Αυτός εκεί;»
– «Ναι, αυτός, ο Δ. Τον έχουν τρελάνει στην αγγαρεία και το κουβάλημα»
Σ: «Δεν έχω ιδέα. Είπε ότι έχει ανάγκη από δουλειά, κάθε μήνα του αλλάζουν και τμήμα, τον τρέχουν παντού»
– «Μεγάλη υπομονή έχει… τόσο τρέξιμο, τόσο κουβάλημα και δεν λέει τίποτε…»
Σ: «Μπράβο του πάντως που είναι εργατικός άνθρωπος, θα πάει μπροστά στη ζωή ο Δ».
– «Αν ήταν γιος πλουσίου, δεν θα χρειαζόταν να δουλεύει και τότε όντως θα πήγαινε μπροστά. Τώρα, με τα 10ωρα και τα 12ωρα που κάνει εδώ… σιγά μην πετύχει κάτι… η δουλειά είναι για τα κορόιδα… το σύστημα…»
Σ: «Άσε με, σε παρακαλώ, με το σύστημα και τις θεωρίες σου. Η δουλειά είναι ευλογία, αξιοπρέπεια και προνόμιο».
– «Πάντως θέλω να μάθω περισσότερα για αυτόν, τον… αχθοφόρο. Έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από λεφτά και δουλεύει έτσι;»
Δεν πέρασαν τρεις μέρες και έφτασε η ώρα να μάθω ποιος ήταν αυτός ο νέος άντρας. Η θέση μου στην ιεραρχία του καταστήματος ήταν αμέσως πιο κάτω από αυτή του διευθυντή. Ένα απόγευμα στο σχόλασμα ο Δ ήρθε και μας χαιρέτησε όλες και όλους. Αφού έφυγε, ρώτησα τον διευθυντή για το αν ξέρει περισσότερα για αυτόν τον νεαρό. Εκείνος χαμογέλασε και μου απάντησε…
– «Είναι ο γιος του μεγαλύτερου μετόχου της εταιρείας. Ήρθε να μάθει τη δουλειά, για να μπορέσει να πάει να μπει στη διοίκηση. Το μαγαζί που δούλευε μικρός είναι ένα από τα πρώτα που μετά έγιναν τμήμα της αλυσίδας μας».
Να πω ότι είχε πάει το μυαλό μου, ψέματα θα ήταν. Δεν το είχα σκεφτεί ως πιθανότητα. Από την άλλη όμως χάρηκα βλέποντας έναν άνθρωπο που δούλεψε σκληρά, πέρασε από όλα τα τμήματα ενός μαγαζιού και θα πήγαινε να διοικήσει την εταιρεία ξέροντας τι πραγματικά συμβαίνει στα μαγαζιά, όχι βλέποντας τα πάντα μόνο πίσω από ένα γραφείο. (σσ. στην πορεία αποδείχθηκε πως… μάλλον τα κατάφερε).
Οι υπόλοιπες κοπέλες είχαν πάθει σοκ με την αποκάλυψη αυτή. Άλλες θεώρησαν πως έχασαν την ευκαιρία να γνωρίσουν έναν καλό υποψήφιο γαμπρό, άλλες απόρησαν γιατί ένας πλούσιος «ταλαιπωρούσε έτσι τον γιο του», αυτή που τον πείραζε για τις κοπέλες άρχισε να φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά της (που φυσικά δεν έχασε).
Η ουσία όμως είναι μία: Ο τότε μεγαλομέτοχος μία πολύ πετυχημένης εταιρείας, ένας άνθρωπος που είχε ήδη γίνει πάμπλουτος, δεν έβαλε τον γιο του σε ένα γραφείο, ονομάζοντάς τον με το καλημέρα «διευθυντή». Τον έστειλε στο μαγαζί, τον άφησε να κουβαλήσει ατελείωτους τόνους προϊόντων, να «τριφτεί», να κουραστεί, να ταλαιπωρηθεί, να μάθει τη δουλειά και τη ζωή. Να ξέρει, βρε αδερφέ, πώς είναι οι άνθρωποι στην πραγματικότητα, όταν δεν νιώθουν ότι επιβλέπονται! Το ίδιο είχε κάνει και όταν το παιδί του ήταν πιο μικρό και ο ίδιος είχε απλώς ένα και μετά περισσότερα μαγαζιά».
Οι περισσότεροι Έλληνες ενοχλούνται στην ιδέα να δουλέψουν από μικρά τα παιδιά τους
Μία από τις άπειρες παθογένειες της σημερινής Ελληνικής κοινωνίας είναι η συστηματική απέχθεια της πλειοψηφίας των γονέων στην ιδέα να βάλουν τα παιδιά τους στη δουλειά από μικρά, να τα ταλαιπωρήσουν, να τα κουράσουν. Οκ, είναι λογικό το παιδί του δημοσίου υπαλλήλου να μην έχει πολλές επιλογές για να εργαστεί, όμως ειδικά αυτό που συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα είναι εξαιρετικά απογοητευτικό, με την ευθύνη να είναι αποκλειστικά των γονέων:
Οι περισσότεροι έχουν «αποφασίσει» ότι είναι ντροπή / λάθος / ρίσκο / κακό για το παιδί τους να πάει να δουλέψει στον ελεύθερο χρόνο του, να μάθει πώς είναι η ζωή, να κουραστεί, να σκληραγωγηθεί. Νομίζουν ότι αν αφήσεις ένα παιδί έξω από την πραγματική ζωή και την εργασία μέχρι να γίνει αυτό 24 – 28 χρονών, στη συνέχεια θα του πεις «τώρα ήρθε η ώρα να δουλέψεις» και αυτό πραγματικά θα πέσει με τα μούτρα στην εργασία… (αφήνω στην άκρη αυτούς που δεν θέλουν να δουλέψει το παιδί τους ούτε τότε, αναζητώντας για αυτό «δουλειά γραφείου χωρίς ευθύνες» ή είσοδο στο δημόσιο).
Είμαι σχεδόν 47 χρονών. Από 7 χρονών με έπαιρναν συχνά οι γονείς μου στο κρεοπωλείο της οικογένειας και με «κορόιδευαν» δίνοντάς μου δύο ντόνατ με σοκολάτα, που τα έτρωγα σχετικά γρήγορα και μετά είχα μπροστά μου ολόκληρη μέρα να περάσω, είτε διαβάζοντας αν δεν είχε δουλειά, είτε εκτελώντας απλές εργασίες, πχ άνοιγα σακούλες. Στα 12 είχα αρχίσει να δουλεύω και εγώ, ενώ στα 14 πλέον εργαζόμουν κάθε Σάββατο, όλες τις γιορτές και το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού, με ατελείωτα ωράρια, ευθύνες, δύσκολες και σκληρές συνθήκες. Ακριβώς το ίδιο έγινε και για τα δύο μου αδέρφια.
Αν όμως με ρωτήσεις για το πότε άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, τη δουλειά, τη ζωή, τους ανθρώπους και ένα σωρό άλλα πράγμαα, θα σου πω ότι από εκείνη την ηλικία, λόγω της εργασίας μου αυτής. Άλλα παιδιά πήγαιναν στα χωράφια και τα περιβόλια, άλλα πήγαιναν σε διάφορες άλλες δουλειές, όλα κέρδισαν από αυτές τους τις εμπειρίες. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι εμπειρίες της εργασίας από μικρή ηλικία πολύ συχνά μας βοήθησαν να λύσουμε ένα πρόβλημα, να ξεπεράσουμε μία δυσκολία, να στήσουμε μία δουλειά, ή να αντέξουμε μία αναποδιά…
Χρειάζεσαι σοβαρή καθοδήγηση για την επιχειρηματική / επενδυτική σου δραστηριότητα;
Κάθε μήνα συμβουλεύω ως 3 άτομα ή εταιρείες που χρειάζονται «μία out of the box προσέγγιση»
Γράψε μου για να μιλήσουμε! (Η υπηρεσία αυτή έχει κόστος)Κούρασε το παιδί σου, αν θέλεις να γίνει άξιο στη ζωή
Το να δουλέψει το παιδί σου δεν σημαίνει ότι έχεις ή δεν έχεις χρήματα. Δεν σε υποβιβάζει, δεν σε κάνει «κακό γονιό, που το κουράζεις». Το αντίθετο! Το να δουλέψει το παιδί σου σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον θα του ανοίξει έναν ολόκληρο νέο κόσμο, θα το βοηθήσει να καταλάβει καλύτερα τι συμβαίνει γύρω του, θα το ξεκολλήσει λίγο και από το κινητό που του αποσπά το σύνολο της προσοχής. Συχνά το ίδιο το παιδί μπορεί να ανακαλύψει πολλά, νέα πράγματα και να του αρέσει αυτή η νέα ασχολία. Όμως ακόμη και αν στην αρχή δεν του αρέσει, είναι ανάγκη να καταλάβει πώς είναι η ζωή, πώς βγαίνουν τα χρήματα, τι αντιπροσωπεύει η αξία ενός προϊόντος σε ημέρες δουλειάς κλπ.
Δεν λέω να στείλουμε το παιδί στο… ανθρακορυχείο, ή στο εργοστάσιο για να φτιάχνει παπούτσια στα 10 του. Όμως μου φαίνεται αφύσικο να μην πάνε τα παιδιά του αγρότη στο χωράφι μαζί του, να μη βοηθάνε τον πατέρα τους τα παιδιά κάποιου που έχει εστιατόριο κλπ.
«Αργία μήτηρ πάσης κακίας» έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Επίτρεψέ μου να σου το πω λίγο πιο απλά: Κούρασε το παιδί σου, βάλτο να δουλέψει, να μάθει τη ζωή! Η εμπειρία που θα αποκομίσει θα το βοηθήσει να γίνει άξιο και να προκόψει, ό,τι και αν αποφασίσει να κάνει όταν μεγαλώσει! (Πιθανότατα να του προσδώσει και πλεονέκτημα απέναντι σε άλλα παιδιά που θα είναι μαλθακά, «αδούλευτα» και χωρίς εργασιακές εμπειρίες).
Αγάπα το παιδί σου και βάλτο να δουλέψει, να κουραστεί, να μάθει και να εκτιμήσει! Όταν μεγαλώσει, θα σε ευγνωμονεί για αυτό!
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Όταν ο γιός μου έγινε 16 ετών, το καλοκαίρι που τελείωσε το σχολείο θέλησα να τον βάλω να δουλέψει (εννοείται ότι συμφωνούσε και ο ίδιος) για να δει πως είναι να δουλεύεις και δη σε “χειρωνακτική εργασία”. Είχα κάποιες γνωριμίες εδώ στη γειτονιά και πήγα σε μία βιοτεχνία ζαχαρωτών. Ο άνθρωπος μου είπε ότι αν τον έπαιρνε για δουλειά και του γινόταν κάποιος έλεγχος θα είχε πρόβλημα (ισως και να μην ήθελε γιατί υπήρχε τρόπος) και έτσι το παιδί δεν δούλεψε τότε. Όταν η κόρη μου ήταν 16 χρονών την ημέρα που πήρε το ενδεικτικό της, της δευτέρας λυκείου, ήρθε σπίτι και μου είπε : τώρα εγώ πάω να βρω δουλειά. Δεν πίστευα ότι θα τα καταφέρει αν και την προηγούμενη χρονιά μοίραζε φυλλάδια. Γύρισε κάποια στιγμή έχοντας βρει δουλειά πωλήτριας σε κατάστημα ρούχων στο Μοναστηράκι, στο οποίο όμως για να εργαστεί έπρεπε να έχει άδεια εργασίας ανηλίκου. Επειδή εγώ δεν είμαι από τις μαμάδες που κάνουν τις δουλειές των παιδιών τους, της είπα που είναι η αρμόδια υπηρεσία (Πλατεία Βάθης κάπου), πήγε, κανόνισε τα πάντα και δούλεψε όλο το καλοκαίρι της. Ποτέ της δεν το μετάνοιωσε. Ξέρει ότι κέρδισε εμπειρίες ζωής.
Μπράβο σας για τη σωστή νοοτροπία με την οποία μεγαλώνετε τα παιδιά σας.
Ίσως κάποια στιγμή να πρέπει να μιλήσουμε ξανά για την εργατική νομοθεσία στο θέμα των παιδιών. Άλλο πράγμα η παιδική εργασία, η δουλειά κλπ και εντελώς διαφορετικό να πάει να δουλέψει ένα παιδί πχ στο μαγαζί των γονιών του, ή σε κάποιον φίλο, για λίγες ώρες / μία μικρή χρονική περίοδο. Να τα προστατεύσουμε τα παιδιά μας από κακές καταστάσεις, αλλά ας μην πάμς και στο “πονάει κεφάλι=κόψει κεφάλι”…