Το πρώτο βήμα

Η μεγάλη επενδυτική ευκαιρία, ο Ιταλός, ο τσιγγάνος και ο… κοντός με τη γραβάτα

Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω πως θα μιλούσαμε για το οικόπεδο στην ακριβή περιοχή, την «ευκαιρία ζωής» που μου είχε παρουσιάσει ο Έλληνας. Το νερό μου δεν πινόταν, μιας και η βαριεστημένη γραμματέας μου το έφερε παγωμένο. Το air condition ήταν στους 16 βαθμούς και όλα τα παράθυρα κλειστά.

Αποδέχθηκα τη μοίρα μου και αποφάσισα να ακούσω με προσοχή τη συζήτηση και «τα γεγονότα».

– «Ο γέρος είναι έτοιμος να πεθάνει»

Η: «Ποιος είναι ο γέρος;»

– «Elias, παρακαλώ, Elias, φίλε μου, άστον να μιλήσει!» ο Ιταλός πελάτης μου ζήτησε να μη διακόπτω την εξιστόρηση του τσιγγάνου που άρχισε να μιλάει και τη 45άρα που μετέφραζε…

– «Ο γέρος είναι έτοιμος να πεθάνει. Μου έχει δώσει πληρεξούσιο για να έχω το δικαίωμα να πουλήσω το οικόπεδό του. Όμως δεν είναι τόσο απλό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν ανακατευτεί σε αυτή την υπόθεση, παιδιά και εγγόνια. Θα πρέπει να τους δώσω λεφτά. Επίσης θα πρέπει να δώσω λεφτά σε κάποιους ακόμη, για να τελειώσουν γρήγορα τα χαρτιά. Θα πληρώσετε τη μικρή τιμή που έχουμε συμφωνήσει, αλλά θέλω να πληρώσετε όλα αυτά τα έξοδα που θα κάνω και να μου δώσετε αμοιβή 20 Ευρώ το τετραγωνικό, για τον δικό μου κόπο».

– «Δηλαδή πόσα χρήματα χρειάζεσαι για να μοιράσεις στους άλλους και να τελειώσουμε γρήγορα;» ρώτησε ο «κοντός με τη γραβάτα».

– «40.000 Ευρώ, ή και λίγο παραπάνω. Όχι πάντως πάνω από 50.000… Θα χρειαστώ και κάποια «έξοδα κίνησης», για να πάρω το τρένο και να πάω στην Timisoara, να τελειώσω τα χαρτιά».

– «Πότε θα τελειώσουμε;»

– «Σε δύο, το πολύ τρεις μήνες».

– «Είσαι σίγουρος;» ο Ιταλός πελάτης μου είχε εμφανή αγωνία. Σημείωνε σε ένα χαρτί τα έξοδα που άκουγε και τα συνέκρινε συνεχώς με τα προσδοκώμενα έσοδα που είχε υπολογίσει… 500 Ευρώ το μέτρο… κέρδη υπερ-πολλαπλάσια των μετρητών που θα πλήρωνε… μου έδειξε με τον στυλό του τα ποσά και μου είπε στο αυτί ότι άξιζε τον κόπο…

– «Πολύ σίγουρος, όπως σε βλέπω και με βλέπεις» απάντησε ο τσιγγάνος μεσάζοντας. Εγώ πάλι σκεφτόμουν ότι χρειάζονται όλοι τους οφθαλμίατρο… 

– «Είναι απλή η διαδικασία, εντάξει», σχολίασε ο Έλληνας.

Βουκουρέστι, Φεβρουάριος 2006

– «Συγνώμη, μήπως είστε Έλληνας;»

Στεκόμουν όρθιος μέσα στο κατάστημα της αεροπορικής εταιρείας Tarom κοντά στο κέντρο, στον ποταμό Dambovita (νταμπόβιτσα). Γύρισα προς τα πίσω για να δω ποιος μου μίλησε. Ήταν κάποιος Έλληνας που με ρωτούσε για την εθνικότητά μου…

Η: «Μιας και μιλάω Ελληνικά, είναι μεγάλες οι πιθανότητες. Δεν νομίζετε;»

– «Μιλάτε με λίγο ξενική προφορά…»

Η: «Δεν προφέρω καλά το ρ»

– «Ελπίζω να μην είμαι αγενής, απλά άκουσα την προηγούμενη συζήτησή σας στο τηλέφωνο. Ασχολείστε με τα ακίνητα, σωστά;»

Η: «Ναι, σωστά».

– «Δουλεύετε σε κάποια μεγάλη εταιρεία;»

Η: «Όχι ακριβώς. Ξεκίνησα κάτι μόνος μου πριν από περίπου ενάμιση χρόνο και το μέγεθος της εταιρείας μου είναι μικρό. Όμως προσπαθούμε να είμαστε οι πιο αποδοτικοί και ικανοί να φέρουμε καλά αποτελέσματα».

Δεν μου απάντησε αμέσως, για αυτό και εγώ δεν μίλησα, αλλά βρήκα την ευκαιρία να τον μελετήσω. Αρκετά κοντός, 55 – 60 ετών, με (καλοβαμμένα) μαύρα μαλλιά. Πιο αδύνατος και από κολώνα φαναριού, κακοντυμένος, με μία γραβάτα να κρέμεται στον λαιμό του δεμένη σα να απέτυχε να κρεμαστεί με αυτή… «που βρίσκει τόσο μικρά ρούχα; Στα παιδικά καταστήματα;» σκέφτηκα και μετά πρόσεξα τα πανέξυπνα, σπινθηροβόλα μάτια του. Γρήγορα σχημάτισα την εντύπωση πως το ισχνό του σώμα παρέμενε στη ζωή απλώς για να φιλοξενήσει τα μάτια αυτά.

«Μία προσφορά που δεν θα μπορέσεις να αρνηθείς»

Όταν και οι δύο τελειώσαμε την αλλαγή των εισιτηρίων μας, μεταφερθήκαμε σε μία γωνία στον ίδιο χώρο…

– «Αν είσαι τόσο αποδοτικός όσο λες, έχω για σένα μία πρόταση, για την ακρίβεια μία προσφορά. Μία προσφορά που δεν θα μπορέσεις να αρνηθείς».

Η: «Ελπίζω να μην αφορά προτεινόμενη επένδυση. Έχω ήδη επενδύσει τα χρήματά μου και προς το παρόν δεν έχω διαθέσιμα κεφάλαια». Είχα μόλις μετακομίσει στο πρώτο μου γραφείο, κοντά στην πλατεία Unirii (το αντίστοιχο της πλατείας Ομονοίας, «τις καλές εποχές της»). Τα πρώτα σοβαρά κέρδη της δουλειάς τα είχα επενδύσει στην ανακαίνιση του γραφείου και μία επένδυση σε οικόπεδο.

– «Εδώ αξίζει να επενδύσεις και από κεφάλαια που δεν είναι για επένδυση».

Η: «Ευχαριστώ για τη συμβουλή, δεν θα πάρω».

Θα κοιμηθείς φτωχός και θα ξυπνήσεις πλούσιος!

– «Άκουμε που σου λέω! Θα κοιμηθείς φτωχός και θα ξυπνήσεις πλούσιος! Υπάρχει ένα οικόπεδο στο Βόρειο Βουκουρέστι, σε μία από τις δύο – τρεις πιο ακριβές περιοχές (σ.σ. μου είπε και τη διεύθυνση, είχε δίκιο). Αν ασχολείσαι σοβαρά με τα ακίνητα θα ξέρεις ότι αυτή η περιοχή είναι πολύ ακριβή, τα οικόπεδα κοστίζουν πάνω από 400 Ευρώ το τετραγωνικό (σ.σ. σήμερα έχουν 3.000 – 7.000+). Λοιπόν, θα έχουμε την ευκαιρία να αγοράσουμε ένα τετράγωνο οικόπεδο με καλό συντελεστή δόμησης περίπου στο ένα τέταρτο της τιμής που έχει στην αγορά, κάτω από 100 Ευρώ το μέτρο! Αυτό το κομμάτι γης θα αλλάξει τη ζωή σου! Θα κοιμηθείς φτωχός και θα ξυπνήσεις πλούσιος! Σε πρώτη φάση πρέπει να πάρουμε τα δικαιώματα και θα πληρώσουμε αργότερα το υπόλοιπο τίμημα!»

Η: «Και γιατί μου δίνεις αυτή την ευκαιρία; Γιατί δεν το αγοράζεις μόνος σου, να τα κονομήσεις εσύ;»

– «Θα το έκανα, όμως δεν έχω τα λεφτά».

Ο τσιγγάνος με το πληρεξούσιο…

Η: «Για τι λεφτά μιλάμε;»

– «Για να διασφαλίσω τα δικαιώματα σε πρώτη φάση μου χρειάζονται άλλες 15.000 Ευρώ».

Η: «Ποιος θα πάρει τα χρήματα αυτά;»

– «Είναι ένας τσιγγάνος που ελέγχει το οικόπεδο, κατά βάση ελέγχει τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του από την Timisoara. Θα πρέπει να του δώσουμε 30.000 για να μας ετοιμάσει όλα τα χαρτιά και να μπορέσουμε να αγοράσουμε πολύ φθηνά. Στο συμβόλαιο αγοράς θα αναγράφεται πως θα πάρουμε τον τίτλο του ακινήτου στο όνομά μας και θα μπορούμε να εξοφλήσουμε σε 2 χρόνια. Άρα θα δώσουμε τώρα 30.000, και τα 70 – 80 Ευρώ το μέτρο θα τα δώσουμε όταν τα σημερινά 400 Ευρώ της αγοράς γίνουν 800! Θα βγάλουμε 10 φορές τα λεφτά μας σε οικόπεδο 1.600 τετραγωνικών!»

Η: «Και όλα αυτά με ένα πληρεξούσιο που θα μας φέρει ένας τσιγγάνος;»

– «Ναι»

Η: «Και με καθαρά χαρτιά και κτηματολόγιο;»

– «Ναι σου λέω! Μην το σκέφτεσαι!»

«Η τύχη δεν σου κτυπάει την πόρτα κάθε μέρα»

Η: «Κοίτα τι μπορώ να κάνω εγώ: Έξυπνος πολύ δεν είμαι, το αντίθετο θα έλεγα. Αυτή είναι η κάρτα μου. Μόλις βρεις το οικόπεδο, καθαρίσεις τα χαρτιά, αγοράσεις το ακίνητο και αποφασίσεις να το πουλήσεις ή να το δώσεις αντιπαροχή, πάρε με τηλέφωνο. Αν αλλάξεις γνώμη και το κρατήσεις, χάρηκα που τα είπαμε».

– «Όντως δεν είσαι έξυπνος… κρίμα… δεν ακούς τι σου λέω… κλωτσάς την τύχη σου, νεαρέ! Η τύχη δεν κτυπάει την πόρτα σου κάθε μέρα!»

Η: «Ποτέ μου δεν κατάφερα να βγάλω λεφτά χωρίς πολλή δουλειά, είναι πολύ αργά να αρχίσω τώρα» (σ.σ. κάτι που ισχύει και σήμερα) είπα και άφησα τον Έλληνα που δεν είχε 15.000 Ευρώ και έψαχνε να ψαρέψει κόσμο στον δρόμο…

Ο «έξυπνος Ιταλός»

Πέρασαν δύο μήνες από τότε, η δουλειά μου «πήγαινε τρένο», όμως δεν ήταν γραφτό να γλυτώσω από τον «κοντό με τη γραβάτα». Τον Απρίλιο λίγο μετά το Πάσχα κτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ένας από τους πρώτους μου Ιταλούς πελάτες (τα χρόνια που ασχολήθηκα εντατικά με τα ακίνητα στη Ρουμανία είχα εκατοντάδες ξένους πελάτες, από… 44 χώρες συνολικά).

– «Buongiorno, Elias, come stai?»

Περίπου έναν μήνα νωρίτερα είχα ολοκληρώσει μαζί του μία πολύ δύσκολη συναλλαγή, είχε εκτιμήσει τις ικανότητές μου και με έπαιρνε τηλέφωνο συχνά. Με αποκαλούσε πάντα «Elias». Στην αρχή με ενοχλούσε, αλλά μετά αποφάσισα ότι όταν κάνεις δουλειές με ανθρώπους από άλλες κουλτούρες θα πρέπει να είσαι πιο ανοικτόμυαλος.

Νόμιζα ότι με κάλεσε για να ανταλλάξουμε ευχές…

– «Elias, καλέ μου φίλε… Elias… σε πήρα γιατί θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι… ξεκίνησα ένα νέο deal, χωρίς εσένα. Ελπίζω να μη σε ενοχλεί αυτό».

Η: «Για όνομα του Θεού! Ελπίζω να πάει καλά!»

– «Για αυτό σε κάλεσα! Για να πάει καλά, σε θέλω στο πλευρό μου! Όχι ως μεσίτη που βρήκε το ακίνητο, αλλά ως σύμβουλο, consultant, πώς το λέτε εσείς; Υπάρχει πρόβλημα;»

Σκέφτηκα ότι το μόνο μου πρόβλημα ήταν ο συνδυασμός της ταχύτατης ομιλίας του με την «ιταλική» προφορά των Αγγλικών του…

Η: «Κανένα πρόβλημα, θα είναι τιμή μου θα βρεθώ στο πλευρό σου, ξέρω ότι δεν θα με ρίξεις στα χρήματα. Περί τίνος πρόκειται;»

– «Δουλεύω ένα μεγάλο deal, περιμένω να δεκαπλασιάσω τα λεφτά μου! Αύριο θα συναντηθώ με όλους τους ανθρώπους και θέλω να έρθεις και εσύ. Θα σου πω περισσότερα λίγα λεπτά πριν τη συνάντηση. Μπορείς να σημειώσεις τη διεύθυνση;»

To Proto Vima
Το πρώτο βιβλίο για το Επιχειρείν στην Ελλάδα

«Το Πρώτο Βήμα», από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Σε όλα τα καλά βιβλιοπωλεία στην Ελλάδα και την Κύπρο!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

«Λούτσα» στο ραντεβού…

Οι βροχές του Απριλίου είναι συνήθως οι πρώτες «ζεστές» μετά από έναν κρύο Μάρτιο και χειμώνα γενικότερα. Εκείνη η βροχή με έπιασε εντελώς απροετοίμαστο, μιας και ξεκίνησε ενώ ήμουν στο ταξί με κατεύθυνση το ραντεβού και δεν φορούσα μπουφάν, δεν είχα ομπρέλα, δεν είχα πάρει το αυτοκίνητό μου. Έκανε λάθος και ο ταξιτζής, αφήνοντάς με 100 μέτρα μακριά από το σημείο…

Ο νονός μου έχει μεγάλη εταιρεία ανδρικής ένδυσης. Ευτυχώς δεν με είδε να μπαίνω εκείνο το απόγευμα στο εκθεσιακό κατάστημα όπου είχε οριστεί η συνάντηση. Σταμάτησα μόλις έκλεισα την κεντρική είσοδο πίσω μου. Έσταζα ολόκληρος… το κουστούμι μου είχε μεταβληθεί σε βρεγμένα πανιά, κολλημένα πάνω μου…

Μετά από το «χουνέρι της βροχής», ομολογώ πως δεν είχα την καλύτερη διάθεση. Είχα αργήσει 5 λεπτά, αλλά ο Ιταλός πελάτης μου είπε στο τηλέφωνο ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, δεν ήταν αναγκαίο να βρεθούμε νωρίτερα.

– «Απλά θα ακούσεις και θα καταλάβεις γρήγορα. Δεν σε φοβάμαι».

Αφού αποδέχτηκα τη μοίρα μου, άρχισα να περπατώ γρήγορα στον μεγάλο χώρο. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Έφτασα μπροστά σε μία βαριεστημένη κυρία που είχε μπροστά της μία οθόνη υπολογιστή. Παρίστανε ότι εργαζόταν συγκεντρωμένη σε κάτι, όμως την πρόδωσε ο ήχος από τον ναρκαλιευτή στον υπολογιστή της. Την ενόχλησα, ρωτώντας για το που λάμβανε χώρα η συνάντηση. Σταμάτησε να κοιτάει την οθόνη της και αργά μετέφερε το βλέμμα της πάνω μου. Με οίκτο για το θέαμα που έβλεπε μπροστά της, αποφάσισε να σηκώσει το χέρι της και να μου υποδείξει μία κλειστή πόρτα πίσω της…

Η συνάντηση με τη… «συμμορία»

Κτύπησα την πόρτα. Μία φωνή μου είπε στα αγγλικά «πέρασε». Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στον χώρο. Δεν θα κρύψω ότι εξεπλάγην από το θέαμα. Ο Ιταλός πελάτης μου καθόταν στα δεξιά και χαμογέλασε πλατιά όταν με είδε. Στα αριστερά μου ήταν τρεις κύριοι, μάλλον τσιγγάνοι. Μπροστά μου, πίσω από ένα ακριβό γραφείο, είδα «τον κοντό με τη γραβάτα», ντυμένο με λαχούρια και μία γραβάτα παράτερα δεμένη στον λαιμό του. Όμως όταν με αντίκρυσε, ένιωσε πως αυτός ήταν ο καλοντυμένος και όχι εγώ, το είδα στο βλέμμα του. Δίπλα του μία κυρία γύρω στα 45, με «κομμουνιστικό ντύσιμο, χτένισμα και μακιγιάζ». Εκτελούσε χρέη μεταφράστριας.

– «Elias! Καλώς ήρθες! Τι έπαθες, φίλε μου; Είσαι καλά; Κάθισε!»

Ο «κοντός με τη γραβάτα έσκασε ένα πονηρό, μισό χαμόγελο και μου είπε στα Ελληνικά, για να μην καταλάβουν οι άλλοι…

– «Καλώς τον νεαρό! Τι μου κάνεις; Βλέπεις πώς είναι η μοίρα των ανθρώπων; Οι δρόμοι μας ξανασυναντιούνται… όπως βλέπεις είμαστε μία εξαιρετική ομάδα. Θέλεις καφέ πριν ξεκινήσουμε;»

Του είπα ότι δεν πίνω καφέ και ζήτησα ένα νερό σε θερμοκρασία δωματίου. Μόνο που δεν έβλεπα μπροστά μου μία ομάδα, περισσότερο προς… «συμμορία» μου ταίριαζε…

Η «απλή» διαδικασία

Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω πως θα μιλούσαμε για το οικόπεδο στην ακριβή περιοχή, την «ευκαιρία ζωής» που μου είχε παρουσιάσει ο Έλληνας. Το νερό μου δεν πινόταν, μιας και η βαριεστημένη γραμματέας μου το έφερε παγωμένο. Το air condition ήταν στους 16 βαθμούς και όλα τα παράθυρα κλειστά.

Αποδέχθηκα τη μοίρα μου και αποφάσισα να ακούσω με προσοχή τη συζήτηση και «τα γεγονότα».

– «Ο γέρος είναι έτοιμος να πεθάνει»

Η: «Ποιος είναι ο γέρος;»

– «Elias, παρακαλώ, Elias, φίλε μου, άστον να μιλήσει!» ο Ιταλός πελάτης μου ζήτησε να μη διακόπτω την εξιστόρηση του τσιγγάνου που άρχισε να μιλάει και τη 45άρα που μετέφραζε…

– «Ο γέρος είναι έτοιμος να πεθάνει. Μου έχει δώσει πληρεξούσιο για να έχω το δικαίωμα να πουλήσω το οικόπεδό του. Όμως δεν είναι τόσο απλό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν ανακατευτεί σε αυτή την υπόθεση, παιδιά και εγγόνια. Θα πρέπει να τους δώσω λεφτά. Επίσης θα πρέπει να δώσω λεφτά σε κάποιους ακόμη, για να τελειώσουν γρήγορα τα χαρτιά. Θα πληρώσετε τη μικρή τιμή που έχουμε συμφωνήσει, αλλά θέλω να πληρώσετε όλα αυτά τα έξοδα που θα κάνω και να μου δώσετε αμοιβή 20 Ευρώ το τετραγωνικό, για τον δικό μου κόπο».

– «Δηλαδή πόσα χρήματα χρειάζεσαι για να μοιράσεις στους άλλους και να τελειώσουμε γρήγορα;» ρώτησε ο «κοντός με τη γραβάτα».

– «40.000 Ευρώ, ή και λίγο παραπάνω. Όχι πάντως πάνω από 50.000… Θα χρειαστώ και κάποια «έξοδα κίνησης», για να πάρω το τρένο και να πάω στην Timisoara, να τελειώσω τα χαρτιά».

– «Πότε θα τελειώσουμε;»

– «Σε δύο, το πολύ τρεις μήνες».

– «Είσαι σίγουρος;» ο Ιταλός πελάτης μου είχε εμφανή αγωνία. Σημείωνε σε ένα χαρτί τα έξοδα που άκουγε και τα συνέκρινε συνεχώς με τα προσδοκώμενα έσοδα που είχε υπολογίσει… 500 Ευρώ το μέτρο… κέρδη υπερ-πολλαπλάσια των μετρητών που θα πλήρωνε… μου έδειξε με τον στυλό του τα ποσά και μου είπε στο αυτί ότι άξιζε τον κόπο…

– «Πολύ σίγουρος, όπως σε βλέπω και με βλέπεις» απάντησε ο τσιγγάνος μεσάζοντας. Εγώ πάλι σκεφτόμουν ότι χρειάζονται όλοι τους οφθαλμίατρο…

– «Είναι απλή η διαδικασία, εντάξει», σχολίασε ο Έλληνας.

Ο… Βεζούβιος εξερράγη

(Ένιωθα άβολα. Από μικρός είχα το κουσούρι να ενοχλούμαι όταν με κοροϊδεύουν κατάμουτρα…)

Η: «Κύριε…», απευθύνθηκα στον τσιγγάνο που μόλις είχε περιγράψει όλα τα παραπάνω, «πραγματικά θέλετε να μας πείτε ότι όλοι στην Timisoara είναι χαζοί, κανείς δεν ξέρει τις τιμές των ακινήτων στο Βουκουρέστι και θα χαρούν να μας χαρίσουν το οικόπεδο αυτό σε τόσο χαμηλή τιμή; Κανείς τους δεν έψαξε να δει την αξία του οικοπέδου; Ποιες αποδείξεις έχετε ότι όντως ελέγχετε κάποιους; Γιατί μας λέτε παραμύθια για μικρά παιδιά;»

Όσο προχωρούσε η μετάφραση, έβλεπες πως ο τσιγγάνος θύμωνε όλο και περισσότερο. Στην αρχή με άκουγε ήρεμος, μετά έγινε πιο κόκκινος ώσπου κατέληξε κατακόκκινος σαν παντζάρι… τότε εξερράγη…

– «Ποιος είσαι εσύ και τι θέλεις εδώ; Γιατί δεν πας στον διάολο και ακόμη παραπέρα;» (μου «έφτυσε» και κάποιες άλλες λέξεις γεμάτες ευγένεια, τις οποίες καλύτερα να μη μοιραστώ μαζί σου).

Ο Ιταλός πελάτης μου παρατήρησε πως και οι άλλοι δύο τσιγγάνοι κύριοι είχαν γίνει έξαλλοι και ένιωσε την ανάγκη να παρέμβει στη συζήτηση.

– «Κύριε, κύριε… δεν χρειάζεται να θυμώνετε! Γιατί εκραγήκατε τόσο γρήγορα, σαν τον Βεζούβιο στην Ιταλία; Ηλία, σε παρακαλώ, χαλάρωσε λίγο. Δεν βλέπεις ότι προκαλείς στρες στον κύριο;»

Γύρισα το βλέμμα μου προς τον «κοντό με τη γραβάτα» και του είπα στα Ελληνικά:

Η: «Πριν από μερικές εβδομάδες μιλούσες για 30.000 Ευρώ, έψαχνες τις 15.000. Τι μεσολάβησε και αυξήθηκε το ποσό;»

– «Τολμάς να αμφισβητείς την εντιμότητά μου; Νεαρέ, δεν το περίμενα από εσένα αυτό» μου απάντησε, παριστάνοντας τον προσβεβλημένο. Στη συνέχεια απευθύνθηκε σε όλους μας: «Κύριοι, ειρήνη υμίν! Προτείνω το εξής: Θα πληρώσω από την τσέπη μου τις πρώτες 10.000 Ευρώ και ο Ιταλός συνέταιρός μου θα πληρώσει το μερίδιό του αφού ο φίλος μας εδώ μας παραδώσει το σετ με όλα τα έγγραφα».

Όλοι συμφώνησαν, εκτός από εμένα. Ζήτησα να καταγραφούν τα έγγραφα που θα πρέπει να λάβουμε, να πάρουμε πριν από αυτά τους τίτλους ιδιοκτησίας, κατέγραψα σε ένα χαρτί όλα όσα χρειαζόμασταν. Μάταια… ο Ιταλός πελάτης μου έκλεισε το θέμα λέγοντας πως «Elias, έχω εμπιστοσύνη στους κυρίους. Πάμε».

«Μία πληρωμή», δηλαδή έξι

Η: «Θα σε δαγκώσουν αυτά τα λαμόγια» του είπα μετά τη συνάντηση…

– «Απλά είναι τα πράγματα, Elias. Μας φέρνουν τα χαρτιά, τα ελέγχουμε. Αν είναι εντάξει, πληρώνουμε μία φορά και τέλος».

Η: «Οκ. Αν είναι έτσι, τότε ισχύει και η αμοιβή μου για τη μεταξύ μας συμφωνία. Αν όμως αποδειχθεί ότι θα γίνουν περισσότερες πληρωμές και έλεγχοι, από τον δεύτερο έλεγχο και μετά η πληρωμή μου θα αυξάνεται κατά 50% κάθε φορά».

– «Δεν έχω πρόβλημα, όμως γιατί θέλεις να μου πάρεις τόσα λεφτά;»

Η: «Δεν θέλω να σου πάρω τίποτε. Να σε σταματήσω από το να ονειρεύεσαι προσπαθώ. Θα χάσεις τα λεφτά σου…»

– «Γιατί το λες αυτό, Elias; Θα πολλαπλασιάσω το κεφάλαιο που θα επενδύσω κατά 4 ως 10 φορές, μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Ξέρεις καμία καλύτερη επένδυση από αυτή; Μήπως θέλεις να συμμετάσχεις και εσύ με ένα μικρό ποσοστό; Δεν έχω αντίρρηση».

Η: «Όλες οι άλλες επενδύσεις είναι καλύτερες! Σε αυτή απλά θα σου φάνε τα λεφτά!»

– «Καλέ μου φίλε, Greco! Χαλάρωσε! Δεν χρειάζεται να φοβάσαι! Νέο παιδί είσαι, στη ζωή θα μάθεις να παίρνεις και κάποια ρίσκα! Όλα είναι υπό έλεγχο! Όλα θα πάνε καλά!»

Όταν ο άνθρωπος «τυφλώνεται» μπροστά στην προσδοκία του εύκολου και γρήγορου χρήματος, μιλάει και πράττει όπως ο Ιταλός πελάτης μου…

  • Ενώ είχαμε πει ότι θα πληρώσει όταν παραλάβουμε όλα τα έγγραφα, τελικά συμφώνησε με τον «κοντό με τη γραβάτα» να δώσει και αυτός λεφτά για έξοδα κίνησης. «Όχι πολλά, 3 – 4.000 Ευρώ»
  • Κάποια στιγμή, μας έφεραν ένα σετ εγγράφων. Για την ακρίβεια το έφερε ο Έλληνας, ο τσιγγάνος δεν μας απαντούσε. Πριν καλά καλά ελεγχθούν τα έγγραφα, έλαβε από τον Ιταλό τα χρήματα που είχαν συμφωνήσει.
  • Ο Έλληνας αρνήθηκε να δω τα έγγραφα, «μιας και δεν ήμουν δικηγόρος». Ο Ιταλός συμφώνησε να τα ελέγξει μόνο ο δικηγόρος του Έλληνα, αρνούμενος τις εκκλήσεις μου να τα δει ο δικός μας δικηγόρος (στον οποίο και θα τα πήγαινα όπως και να είναι).
  • Μετά «προέκυψε κάτι έκτακτο, που δεν το ξέραμε πριν» και ο Ιταλός έδωσε ξανά χρήματα. Ο Έλληνας τα έπαιρνε και τα έστελνε στον τσιγγάνο.
  • Τα «έκτακτα» επαναλήφθηκαν άλλες τρεις φορές, φτάνοντας τις πέντε πληρωμές. Ο «κοντός με τη γραβάτα» πάντα μας έφερνε «υπογεγραμμένες αποδείξεις από τον τσιγγάνο, πως παρέλαβε τα χρήματά μας». Κάθε φορά υπήρχε ένας διαφορετικός λόγος για τις «επείγουσες ανάγκες», ενώ ο δικηγόρος του Έλληνα μας έλεγε πως ήταν όλα καλά.
  • Αυτονόητα ο Έλληνας και ο Ιταλός συμπεριφέρονταν ήδη ως «ιδιοκτήτες ενός πολυτελούς ακινήτου» και διαπραγματεύονταν με επενδυτές, λέγοντάς τους συνεχώς πως «την επόμενη εβδομάδα τελειώνουμε με τα χαρτιά».
  • Όταν ζητήθηκε και μία έκτη πληρωμή, που ανέβασε την «επένδυση» του Ιταλού πελάτη μου στις 55.000 Ευρώ (!), του είπα ότι αν θέλει να το κάνει, θα πρέπει να βάλει όρο να πάρουμε επιτέλους όλα τα χαρτιά και να τα ελέγξουν δικοί μας δικηγόροι.

Κυνηγώντας φαντάσματα…

Πήραμε λοιπόν επιτέλους τα πολυπόθητα έγγραφα. «Απομένουν λίγα ακόμη» μας διαβεβαίωσε ο Έλληνας, όμως μετά και την έκτη πληρωμή υποτίθεται πως έχασε εντελώς τα ίχνη των τσιγγάνων. Κάθε φορά που συναντιόμασταν μαζί με τον πελάτη μου, ο «κοντός με τη γραβάτα» ούρλιαζε «άσε με να τον πάρω τώρα τηλέφωνο, να του τα πω του αλήτη». Έβγαζε από την τσέπη του ένα παλιό κινητό Nokia 7110 («το αθάνατο τηλέφωνο» όπως το αποκαλούσε), έκανε ένα – δύο λεπτά για να φορέσει τα γυαλιά του και να κτυπήσει σωστά τα νούμερα και μετά καλούσε τον τσιγγάνο. Τις δύο φορές που απάντησε κάποιος στην άλλη γραμμή, παρίστανε πως ούρλιαζε και πως τον απειλούσε, για να μας δώσει αυτά που μας είχε υποσχεθεί. Τις υπόλοιπες φορές «η κλήση του προωθούνταν»…

Η Ιταλική παροικία στην Timisoara είναι πολύ μεγάλη (πχ Ιταλοί κατέχουν πάνω από το 15% της έκτασης του νομού αυτού). Για αυτό και ο πελάτης μου ζήτησε από δύο φίλους του εκεί να ψάξουν τον τσιγγάνο.

H: «Άδικα τον ψάχνεις στην Timisoara. Στην Αλεξάνδρεια να πας» (σ.σ. την πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό τσιγγάνων στη Ρουμανία).

– «Είναι αδύνατο να εξαφανιστεί έτσι! Υποσχέθηκε να φέρει τα πάντα! Είμαστε τόσο κοντά στο να τελειώσουμε τη δουλειά, έχουμε έτοιμους αγοραστές! Και τώρα; Τώρα εξαφανίστηκε και έγινε φάντασμα και αυτός και οι φίλοι του! Όμως πρέπει να τον βρούμε και να τελειώσουμε τη δουλειά».

Η: «Μην πετάς «καλά λεφτά» πάνω από «κακά λεφτά». Μη βάζεις άλλα λεφτά σε μία επένδυση που ήδη σε έκανε να χάσεις πολλά» του απάντησα, αλλά μάλλον μιλούσα μόνος μου…

Η «τελική συνάντηση»

Είχε φτάσει Σεπτέμβριος, όταν κατάλαβα ότι ο Ιταλός πελάτης μου δεν είχε πληρώσει τον δικηγόρο, για να μην ασχοληθεί με τα χαρτιά και να μην του δώσει κάποια αρνητική είδηση. Εξακολουθούσε να περιμένει τον τσιγγάνο…

Ξαφνικά μία ημέρα μάθαμε ότι ο τσιγγάνος εμφανίστηκε. Ο «κοντός με τη γραβάτα» κάλεσε τον Ιταλό:

– «Επέστρεψε ο άνθρωπος και έχει όλα τα χαρτιά. Απλά θα χρειαστεί περισσότερα λεφτά, θα σου εξηγήσω όταν βρεθούμε από κοντά».

Όταν με κάλεσε για να με ενημερώσει, του είπα:

Η: «Αν του δώσεις έστω και ένα Ευρώ παραπάνω, θα σου ζητήσω διπλάσια αμοιβή ή σου κόβω την καλημέρα! Για όνομα του Θεού, σταμάτα να πιστεύεις σε θαύματα!»

– «Μα τόσα λεφτά έχω ήδη δώσει…»

Η: «Θα έρθω μαζί σου στη συνάντηση αυτή, που ελπίζω να είναι η τελική. Δεν σε αφήνω μόνο σου.

Αυτή τη φορά φτάσαμε πέντε λεπτά πριν από όλους τους άλλους. Ο Έλληνας εμφανίστηκε λίγο πιο μετά, ντυμένος καλοκαιρινά, με μία βερμούdα δύο νούμερα πιο μεγάλη από το μέγεθός του και ένα παλιό ξεπλυμένο λαχανί Lacoste. Άρχισε τα παραμύθια του ξανά…

– «Μάλλον έχει προβλήματα με τη Δικαιοσύνη, δεν το ήξερα, τώρα μου το είπε. Όμως δεν είναι κακός άνθρωπος, απλά είχε ανάγκη από χρήματα. Τώρα θα έρθει μαζί με τον αληθινό του συνεταίρο. Μη δώσετε σημασία σε αυτόν, αλλά να πιστέψετε τον συνέταιρό του, μιας και ελέγχει όλη την κατάσταση. Πρέπει να πάρει πίσω κάποια χρέη, θα τον πιέσει για να είναι σοβαρός. Μας έμειναν να πληρώσουμε λίγα λεφτά ακόμη και θα γίνουμε πλούσιοι!»

Η: «Πώς είσαι τόσο σίγουρος» τον ρώτησα.

– «Δεν μπορώ να σου πω πολλά, ας πούμε ότι έχω στενή σχέση με τον συνεταίρο του. Έχω κάποιες δουλειές μαζί του, δεν θέλεις να ξέρεις παραπάνω…» (σωστά, δεν ήθελα).

Χρειάζεσαι σοβαρή καθοδήγηση για την επιχειρηματική / επενδυτική σου δραστηριότητα;

Κάθε μήνα συμβουλεύω ως 3 άτομα ή εταιρείες που χρειάζονται «μία out of the box προσέγγιση»

Γράψε μου για να μιλήσουμε! (Η υπηρεσία αυτή έχει κόστος)

Αδιέξοδο

Ο «συνεταίρος» εμφανίστηκε πιο μετά. Ήταν ένας ευτραφής κύριος, επίσης τσιγγάνος. Φορούσε από 2 μεγάλες χρυσές καδένες σε κάθε χέρι, είχε πολύ κοντά μαλλιά και «σκληρό» πρόσωπο. 

Περιμέναμε τον άνθρωπο με τα χαρτιά για δυόμιση ώρες, όμως δεν εμφανίστηκε. Κάποια στιγμή τηλεφώνησε και είπε ότι είναι στον δρόμο, όμως μετά εξαφανίστηκε και πάλι. 

– «Σε ποιον δρόμο είναι, που να πάρει;» ούρλιαξε ο Έλληνας και στο μυαλό μου ξεκίνησε να παίζει το τραγούδι των Talking Heads… «We’re on the road to nowhere»

Φύγαμε αργά το απόγευμα, έχοντας καταλάβει πως είχαμε φτάσει σε αδιέξοδο…

Το τέλος του παιχνιδιού

Το φθινόπωρο του 2006 τα καλά εστιατόρια στο Βουκουρέστι δεν ήταν πολλά (μάταια πρότεινα σε δεκάδες Έλληνες με αντίστοιχες δουλειές στην Ελλάδα να δουν το θέμα μίας τέτοιας επένδυσης. Με αγνόησαν όλοι και κάποιοι από αυτούς εμφανίστηκαν μετά το 2013, για να μου πουν ότι πλέον ήθελαν να κάνουν το εστιατόριο, αλλά δεν είχαν σάλιο, τα έχασαν όλα στην κρίση μετά το 2010).

Πήγαμε με τον πελάτη μου σε ένα καλό ιταλικό εστιατόριο πάνω στη μαγευτική λίμνη Herrastrau. Ήταν συντετριμμένος και έψαχνε μία «σανίδα σωτηρίας»… Δεν είχα όμως σκοπό να τον αφήσω να χάσει άλλο χρόνο και χρήμα…

Η: «Οι άνθρωποι είναι απατεώνες, με πρώτο τον Έλληνα. Στο λέω από την αρχή…»

– «Όμως πληρώσαμε τόσα λεφτά! Πώς να σταματήσω τώρα;»

Η: «Καλύτερα να δεχθείς τη ζημία ως εδώ, παρά να σε μαδάνε άλλον έναν χρόνο και να χάσεις πολλά περισσότερα!»

– «Δεν το δέχομαι, θέλω να είμαι σίγουρος. Πώς μπορώ να σιγουρευτώ; Βρες μου λύση».

Η: «Οκ, όμως από εδώ και πέρα με ακούς και απλά εκτελείς»

– «Συμφωνώ».

Το θέμα ξεκαθάρισε γρήγορα:

  • Δύο διαφορετικοί δικηγόροι μελέτησαν τα έγγραφα. Σε τρεις μέρες ο ένας από αυτούς μας παρουσίασε αποδείξεις ότι ήταν πλαστά. (Για να το κατάφερε τόσο γρήγορα, ήταν εξώφθαλμα πλαστά…)
  • Οι αποδείξεις που μας έφερνε ο Έλληνας ήταν επίσης πλαστές, δεν είχαν υπογραφεί από τον τσιγγάνο.
  • Όταν συναντήσαμε και πιέσαμε τη μεταφράστρια, μας είπε πληροφορίες που δεν ξέραμε, πληροφορίες που είχε ακούσει να συζητάνε στα ρουμάνικα οι τσιγγάνοι. Ο ηλικιωμένος από την Timisoara είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν και οι κληρονόμοι του μάλωναν για τη διαθήκη, χρησιμοποιώντας κάποια έγγραφα του 1955, άγνωστα σε εμάς.

Ο Ιταλός πελάτης μου δέχθηκε την ήττα του, με ευχαρίστησε, με εξόφλησε, αρνήθηκε να κινηθεί νομικά εναντίον του Έλληνα και δεν μου μίλησε για περίπου έξι μήνες…

Όταν κάτι δείχνει «πολύ καλό για να είναι αληθινό», συνήθως απλά δεν είναι αληθινό!

Με κάλεσε πριν το Πάσχα του 2007, να βρεθούμε σε ένα νέο, τότε, εστιατόριο και να συζητήσουμε.

Η: «Που τον γνώρισες αυτόν τον απατεώνα; Ποτέ δεν μου είπες» τον ρώτησα και μου περιέγραψε πως ο «κοντός με τη γραβάτα» τον «ψάρεψε» και αυτόν κάπου μέσα στην πόλη. «Γιατί τον πίστεψες;» τον ρώτησα πιο μετά…

– «Γιατί είχε ισχυρά επιχειρήματα» μου απάντησε.

Η: «Όχι, φίλε μου. Δεν είχε επιχειρήματα, ήθελες να τον πιστέψεις, παρά το ότι ήξερες πως κάτι που δείχνει πολύ καλό για να είναι αληθινό, συνήθως δεν είναι».

– «Εντάξει, ευχαριστώ για το μαστίγωμα και όλη σου τη βοήθεια την προηγούμενη χρονιά. Έχεις μπροστά σου έναν ταλαιπωρημένο ψυχικά πελάτη, που έχασε πέρσι κάποια λεφτά επειδή δεν σε άκουσε. Τι έχεις να του προτείνεις για να ρεφάρει;»

Η: «Αγροτική γη. Αυτό σου ταιριάζει εσένα».

Το 2007 ο Ιταλός αγοράσε, με την εταιρεία μας ως μεσίτη και σύμβουλο, χωράφια με καθαρά χαρτιά και ήδη μαζεμένα, σε τιμή όχι φθηνή. Δεν ήθελα να έχουμε νομικά ρίσκα. Αγόρασε 6.000 στρέμματα περίπου και με άκουσε σε κάθε βήμα, σε αντίθεση με κάποιους άλλους Έλληνες την ίδια περίπου περίοδο. Πούλησε το 2016, πετυχαίνοντας τιμή 3 φορές μεγαλύτερη από την τιμή αγοράς, ενώ στο μεσοδιάστημα από την καλλιέργεια, τα ενοίκια και τις Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις έβγαλε το κόστος της επένδυσης. Not bad, που λέμε και εμείς από την Κατερίνη…

Ο «κοντός με τη γραβάτα» συνέχισε να ζει στο Βουκουρέστι για κάποια χρόνια. Δεν σταμάτησε να ψάχνει θύματα όπου μπορούσε, πάντα με την ίδια ιστορία, πάντα για μία μεγάλη ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Έκλεισε την έκθεση κάποια στιγμή και λίγα χρόνια αγρότερα προσπάθησε να μας στείλει τον γιο του για να δουλέψει στην εταιρεία μας, όμως αυτό είναι μία άλλη, ενδιαφέρουσα ιστορία. Πλέον πατέρας και γιος έχουν αποσυρθεί στην Ελλάδα και μάλλον δεν τα πάνε οικονομικά και πολύ καλά. Κάτι συχνό όταν έχουμε να κάνουμε με… «ανεμομαζώματα»…

Την επόμενη φορά που κάποιος θα σου παρουσιάσει μία «τρομερή ευκαιρία για απίστευτα κέρδη», κάνε μου μια χάρη: Έλεγξε τα πάντα προσεκτικά και με ακρίβεια. Άσε στην άκρη τα συναισθήματα και κοίταξε να προστατέψεις τον εαυτό σου. Δεν χρειάζεται να χάσεις και εσύ λεφτά όπως ο Ιταλός πελάτης μου για να καταλάβεις ότι «ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή», «η ημέρα έχει 24 ώρες» και «η τεράστια ευκαιρία με τα μυθικά κέρδη είναι συνήθως ευκαιρία μόνο για το λαμόγιο που θα σου πάρει τα λεφτά». Πρόσεξε τα βασικά μίας επένδυσης και θα τα καταφέρεις καλύτερα!

Εσύ τι γνώμη έχεις;

Μαζί, πιο δυνατοί

Ηλίας

(Ο Ηλίας Π. Παπαγεωργιάδης διευθύνει τον όμιλο εταιρειών MORE και ταυτόχρονα συμβουλεύει 300+ επενδυτές και μικρομεσαίους επιχειρηματίες στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Ρουμανία)

Reader Interactions

Ilias P. Papageorgiadis

Ilias Papageorgiadis

Ο Ηλίας Π. Παπαγεωργιάδης είναι επιχειρηματίας και σύμβουλος επιχειρήσεων, με δραστηριότητα από το 1993, πολλά και πετυχημένα projects, έντονη κοινωνική δράση, ενώ έχει συγγράψει και 4 βιβλία.

Σχόλια_

  1. Χάρης αναφέρει:

    Ακόμα μια απολαυστική ιστορία πολύ όμορφα γραμμένη φίλε Ηλία! Συγχαρητήρια!
    Ειναι άξιο απορίας πως υπάρχουν τόσοι πολλοι ανθρωποι πανέτοιμοι να γινουν τα θύματα απατεώνων που γνώρισαν χθες ή προχθές και δεν έχουν λόγο να εμπιστεύονται!
    Όντως η Νιγηριανή απάτη ήρθε και στο δικό μου μυαλό πριν τελειώσω την ανάγνωση του ωραίου αυτού άρθρου!
    Keep writing όπως λέτε και στην Κατερίνη! 🙂

  2. ΠΑΥΛΟΣ αναφέρει:

    Αγαπητέ κύριε Παπαγεωργιάδη ή αγαπημένε φίλε μου Ηλία

    Με εντυπωσιάζει οτι έμεινες σταθερός και κυνήγησες το “όραμα” σου.
    Χαίρομαι γιατί με τόσο απλό και παραστατικό τρόπο παρουσιάζεις τόσο μεγάλες και διδακτικές αλήθειες.
    Πράγματα αυτονόητα που η φιλοδοξία ,η επιθυμία ή απλά η απόγνωση μας κάνει να τα αγνοούμε.
    Εύχομαι να συνεχίσεις με τον ίδιο ζήλο και το γνήσια Ευρωπαϊκό (αλλα και Κατερινιώτικο )ταπεραμέντο σου.

  3. Παναγιώτης Γ. αναφέρει:

    Αγαπητέ κ. Ηλία. Το 2006 σε προσέγγιζαν στον δρόμο για τέτοιες ευκαιρίες. Τα επόμενα χρόνια, η τεχνολογία εξελίχθηκε. Θυμισου τις Νηγιριανες απάτες με τις υποτιθέμενες ορφανές κληρονομιες του 1.000.000 ευρώ. Πάντα ζητούσαν από τα θύματα κάποια χρήματα για τα διαχειριστικα έξοδα. Το κόλπο ήταν να βρουν ένα θύμα που να αρχίσει να πληρώνει. Μετά τον ξεζούμιζαν.

Διατυπώστε την άποψη σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *