– “Είμαι απογοητευμένος από τους πολιτικούς μας. Όλοι τα ίδια κάνουν, μας κοροϊδεύουν μέχρι να φτάσουν στην εξουσία και στη συνέχεια συμπεριφέρονται σε γενικές γραμμές όπως οι προηγούμενοι».
Η: «Πάντα υπάρχουν επιλογές για να ψηφίσεις τους σοβαρούς, το θέμα είναι ότι εμείς οι πολίτες στη μεγάλη μας πλειοψηφία επιλέγουμε συνειδητά περισσότερους ανίκανους παρά ικανούς, συμμετέχουμε άμεσα ή έμμεσα στη σχετική συναλλαγή και μετά βρίζουμε και κατηγορούμε τους πάντες».
«Ο λαός δεν φταίει πουθενά!»
– «Δεν συμφωνώ μαζί σου! Εμείς ο λαός δεν φταίμε σε τίποτε για ό,τι μας συμβαίνει!»
Η: «Θέλεις να το δούμε ιστορικά και να διαπιστώσουμε πόσο δύσκολη είναι η θέση των πολιτικών συνήθως;»
– Δύσκολη η θέση τους; Τρελάθηκες; Αυτοί μας ….»
Η: «Θέλεις να το αναλύσουμε ή απλά να εκτονωθείς λεκτικά;»
– «Θέλω, πάμε».
«Άρτον και θεάματα» στην αρχαία Ρώμη (και σήμερα)
Η: «Ας αφήσουμε στην άκρη την Αθηναϊκή Δημοκρατία και όσα μας λέει πχ ο Αριστοφάνης για αυτή. Ας πάμε στην αρχαία Ρώμη. Αν μελετήσεις λίγο την ιστορία της, θα διαπιστώσεις πως ενώ στην αρχή εκλέγονταν «οι άριστοι», με τους αιώνες η Δημοκρατία της καταλύθηκε και οι πάσης φύσεως αυτοκράτορες προσπαθούσαν να παραμείνουν στην εξουσία μοιράζοντας χρήματα, προσφέροντας «άρτον και θεάματα» στην πλειοψηφία των πολιτών.
– «Τότε οι πολίτες δεν είχαν παιδεία και αποδέχονταν τα πάντα…»
Η: «Έχεις σκεφτεί ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις;»
– «Δηλαδή;»
Η: «Δηλαδή όσο σοβαρότερα γίνονται τα προβλήματα, τόσο περισσότερο η λύση που προσφέρεται στον μέσο πολίτη είναι να αποφύγει να σκεφτεί για αυτά, έχοντας «άρτον» (επιδόματα) και θεάματα, ψηφιακά, τηλεοπτικά και άλλα».
– «Το βλέπεις; Οι πολιτικοί φταίνε για αυτό!»
Η: «Τα κανάλια είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αν έβλεπαν ζήτηση για πχ ντοκυμαντέρ και άλλα ποιοτικά προγράμματα, αυτά και θα προσέφεραν. Είδαν ζήτηση για τούρκικα σήριαλ, μας γέμισαν με αυτά. Μόλις έπεσαν οι θεαματικότητες και διαπίστωσαν ότι τα reality έχουν επιτυχία, στράφηκαν προς τα εκεί. Οι πολίτες τα κατευθύνουν, με τις επιλογές τους».
– «Οι πολίτες δεν φταίνε σε τίποτε!»
Ο Σουλτάνος και οι οσποδάροι (εισπράκτορες), οι Φαναριώτες
Η: «Νομίζω αυτό που συμβαίνει σε γενικές γραμμές σήμερα και περιγράφει ξεκάθαρα την κατάσταση της πλειοψηφίας των πολιτικών ξεκίνησε εδώ και περίπου 300 χρόνια. Από τις αρχές του 18ου αιώνα (1709) οι Έλληνες Φαναριώτες πήραν από τον Σουλτάνο το δικαίωμα να διοικούν και να εισπράττουν για λογαριασμό του τους φόρους από τις παραδουνάβειες περιοχές, κυρίως τη σημερινή Ρουμανία. Έγιναν λοιπόν «οσποδάροι». Θεωρητικά κυβερνήτες και ηγεμόνες, πρακτικά αγχωμένοι υπάλληλοι..»
– «Πώς είναι δυνατόν; Ένας κυβερνήτης δεν μπορεί να είναι υπάλληλος, εξουσία ασκεί…»
Η: «Νομίζεις. Ενώ στην αρχή ο Σουλτάνος τοποθετούσε κάποιον εκεί και μάζευε χρήματα, στη συνέχεια διάφορες άλλες οικογένειες Φαναριωτών ήθελαν και αυτές τη θέση. Τότε ξεκίνησε ένας ετήσιος πλειστηριασμός! Το τίμημα έφτανε τα 700.000 γρόσια και άλλα τόσα κόστιζαν τα «πεσκέσια» προς τον Σουλτάνο για τον νικητή, οι ηττημένοι απλά έχαναν τα λεφτά των «δώρων». Έτσι λοιπόν θεωρητικά ο Έλληνας Φαναριώτης διοικούσε την επαρχία του, αλλά στην πράξη το μόνο που τον ένοιαζε είναι κάθε χρόνο να μαζεύει τα χρήματα για να ανανεώσει τη σύμβαση αυτή. Αν δεν το κατάφερνε, μπορεί να έχανε και τη ζωή του!»
Η ρουμανική βρισιά «ticalos», «τι καλός»
– «Και τι έκανε;»
Η: «Έψαχνε χρηματοδότες για να τον στηρίξουν στην ανανέωση της εξουσίας του και στη συνέχεια τους ευνοούσε με τις αποφάσεις του, δίνοντάς τους προνόμια και κρατικό πλούτο! Επίσης συνήθως άρπαζε ό,τι μπορούσε! Μάζευε τα πάντα, για να έχει λεφτά και να μπορεί να κρατήσει τη θέση του! Έτσι πχ βγήκε η ρουμανική βρισιά «ticalos».
– «Τι είναι πάλι αυτό; Γιατί είναι βρισιά; Σε εμάς το καλός σημαίνει κάτι θετικό».
Η: «Σωστά, όμως οι Φαναριώτες γύριζαν τα χωριά, έβλεπαν μία αγελάδα ή κάτι άλλο ωραίο και συζητούσαν μεταξύ τους λέγοντας «ω, τι καλό, τι καλό» και προχωρούσαν σε κατάσχεση! Έτσι στη Ρουμανία σήμερα ο θρασύς κλέφτης λέγεται «ticalos», μία από τις πολλές Ελληνικές λέξεις της γλώσσας τους, αυτή όμως μπήκε στο λεξιλόγιο για τους λάθους λόγους».
– «Δηλαδή δεν μετρούσε καθόλου το πόσο καλά διοικούσε κάποιος;»
Η: «Οι Φαναριώτες κατάργησαν τη δουλοπαροικία, δηλαδή άλλαξαν τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Επίσης έκαναν σειρά αλλαγών στη ζωή και την οικονομία της χώρας, δημιουργώντας τη μεσαία τάξη των εμπόρων, ενώ υποστήριξαν έμπρακτα τον πολιτισμό και την εκπαίδευση για τους πολλούς και όχι τους λίγους. Σε όλα αυτά ήταν εκ των πρωτοπόρων παγκοσμίως. Όμως δεν επηρέαζαν την ανανέωση της εξουσίας τους, αν κάθε χρόνο δεν έστελναν το σωστό ποσό στον Σουλτάνο και δεν πίεζαν προς κάθε κατεύθυνση για λεφτά».
Πώς εκλέγεται ο πολιτικός
– «Άρα οι Φαναριώτες είναι το αντίστοιχο των κακών πολιτικών σήμερα, που παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους».
Η: «Εγώ θα έλεγα πως εντόπισαν ποιος είναι αυτός που μπορεί να τους δώσει την εξουσία, σχημάτισαν γύρω τους μία ομάδα ανθρώπων που μπορούν να τους βοηθήσουν να πετύχουν τον στόχο τους και στη συνέχεια ασχολούνταν με το πώς θα διατηρήσουν αυτό που κέρδισαν».
– «Για πάμε και στο σήμερα… αρχίζω να καταλαβαίνω που το πας».
Η: «Σήμερα η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είτε δεν ψηφίζουν καθόλου, είτε ψηφίζουν με κριτήρια καθαρά προσωπικά, για το ατομικό τους συμφέρον. Όλο αυτό το «ντύνουν» με μία ιδεολογία, για να νιώσουν οι ίδιοι καλά. Όμως στην ουσία είτε απέχουν, είτε μπορούν να ψηφίσουν ακόμη και τον τελευταίο της κοινωνίας, τον μεγαλύτερο απατεώνα, αν τους δώσει αυτό που θέλουν».
– «Δεν είναι έτσι, υπάρχουν τα κόμματα…»
Η: «Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων θέλουν κάποιον διορισμό, ή άλλο ρουσφέτι ή τακτοποίηση συλλογικού αιτήματος, ή απλώς λεφτά. Η μειοψηφία ψάχνει θέματα αξιοκρατίας ή επιλέγει με βάση ιδεολογίες. Άρα αν είσαι πολιτικός, τι κάνεις;»
– «Τι κάνεις; Ασχολείσαι με αυτά που θέλουν οι πολλοί!»
Η: «Όχι ακριβώς. Ασχολείσαι με αυτά που θέλουν οι πολλοί που ψηφίζουν! Η διαφορά είναι τεράστια! Αν είσαι πολίτης, μην ψηφίζοντας δεν τους τιμωρείς, τους κάνεις πιο εύκολη τη ζωή, για να επικεντρωθούν σε αυτούς που ψηφίζουν!»
Ποιους χρειάζεται ο πολιτικός για να εκλεγεί
– «Αυτό όλο όμως είναι κοροϊδία! Μας κορόιδευαν, μας κοροϊδεύουν και θα μας κοροϊδεύουν με αυτόν τον τρόπο!»
Η: «Κοροϊδία, ανομολόγητη συναλλαγή που όλοι την αποκηρύσσουν αλλά η πλειοψηφία τη θέλει και την αναζητά, πες το όπως θέλεις. Όμως ο πολιτικός που είναι πετυχημένος ξέρει ποιους χρειάζεται για να εκλεγεί στον Δήμο, στην Περιφέρεια, στη Βουλή κλπ…»
– «Ποιοι είναι αυτοί;»
Η: «Σήμερα ο… «Σουλτάνος» για τον πολιτικό στην καλή περίπτωση είναι μεγάλες κοινωνικές ομάδες που εκφράζονται ως σύνολο και θα ψηφίσουν «μονοκούκι» εφόσον προστατευθούν τα συμφέροντά τους. Επίσης τα «πρόσωπα κλειδιά» σε κάθε τοπική κοινωνία που «ελέγχουν ψήφους». Προσέθεσε και τους οικονομικούς παράγοντες που θα υποστηρίξουν τον αγώνα του (με ελάχιστες εξαιρέσεις πολιτικών), βάλε και τα ΜΜΕ που θα τον αναδείξουν ή θα τον πολεμήσουν, τους ανώτερους κομματικούς παράγοντες που θα του ανοίξουν ή όχι την πόρτα. Περίπου αυτοί είναι οι άνθρωποι που μετράνε για τον πολιτικό και όσο πιο μεγάλο είναι το αξίωμά του, σε όσο πιο πολύ κόσμο απευθύνεται, τόσο έχει μεγαλύτερη ανάγκη όλους αυτούς».
– «Δηλαδή αν κάποιος έχει όλους αυτούς, η γνώμη του λαού δεν μετράει;»
Η: «Φυσικά και μετράει, όμως με δεδομένο ότι οι περισσότεροι δεν ψηφίζουν ή έχουν προσωπικά κριτήρια, η γνώμη αυτή «καθοδηγείται» για να μετρήσει προς τη σωστή κατεύθυνση».
– «Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις;»
Η: «Εννοείται ότι υπάρχουν, αλλά αυτές απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα».
Μας κοροϊδεύουν;
– «Και ο λαός που είναι σε όλα αυτά; Γιατί μας κοροϊδεύουν;»
Η: «Από την ώρα που περίπου οι μισοί δεν ψηφίζουν και από τους άλλους μισούς η πλειοψηφία θα ψηφίσει με κριτήρια ωφελιμιστικά, οι πολιτικοί ασχολούνται με το πώς θα πάρουν μαζί τους την κρίσιμη μάζα ψήφων που θα τους επιτρέψει να εκλεγούν για άλλη μία φορά…»
– «…όμως μας κοροϊδεύουν!»
Η: «Δεν είμαι σίγουρος ότι μας κοροϊδεύουν οι πολιτικοί μας. Ή για να το πω διαφορετικά κοροϊδεύουν αυτούς που ψηφίζουν με αξιοκρατικά κριτήρια. Αυτοί που δεν ψηφίζουν όπως και να είναι επιλέγουν να μην έχουν λόγο στη διακυβέρνηση, άρα οι πολιτικοί περίπου τους αγνοούν. Οι επικοινωνιολόγοι ασχολούνται μαζί τους για τη διαμόρφωση της γενικότερης εικόνας και ατμόσφαιρας. Από την άλλη όσοι ψηφίζουν με ωφελιμιστικά κριτήρια, μπορεί να παριστάνουν τους αδικημένους, όμως στην ουσία ξέρουν πολύ καλά τι έκαναν: Αντάλλαξαν την ψήφο τους για λεφτά, υπόσχεση ή τακτοποίηση».
Πώς μπορείς να αλλάξεις τη συμπεριφορά τους;
– «Δηλαδή εσύ επιμένεις πως δεν είναι όλα κανονισμένα! Σε λίγο θα μου πεις ότι μπορούμε εμείς οι πολίτες να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε τη συμπεριφορά των πολιτικων!»
Η: «Πολλά μπορούμε, το πρόβλημα είναι αν θέλουμε, ειδικά εμείς οι Έλληνες, ειδικά την εποχή που οι πιο πολλοί έχουν γίνει ξερόλες στο Facebook».
– «Δώσε μου μερικά παραδείγματα».
Η: «Ξεκινάμε με τρία απλά θέματα: Πρώτα από όλα να πάμε να ψηφίσουμε όλοι! Αν ψηφίσεις, μετράς για τον πολιτικό και θα ψάξει να δει τι θέλεις. Δεύτερον, να αρχίσουμε να ακούμε και να συζητάμε ακούγοντας τα επιχειρήματα του άλλου, όχι απλώς κάνοντας επιθέσεις».
– «Είναι αυτό τόσο σημαντικό;»
Η: «Φυσικά. Η μεγάλη πλειοψηφία δείχνει ανίκανη να εκφραστεί μέσα από διάλογο με επιχειρήματα, προτιμά τις κραυγές και την πλήρη, άκριτη ταύτιση με οποιαδήποτε μπούρδα πει ο αρχηγός. Άκου και τον άλλον, μην ψάχνεις μόνο την επιβεβαίωσή σου. Τρίτο και επίσης σημαντικό: Τη σήμερον ημέρα δεν υπάρχει κόμμα που κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Άσε τον εαυτό σου ανοικτό να συμφωνήσει με μία ιδέα που μπορεί να προέλθει από το αντίπαλο πολιτικό κόμμα».
– «Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»
Η: «Να οργανωθούμε σε ομάδες και να ζητήσουμε πιο σοβαρά πράγματα από λεφτά, διορισμούς και συντάξεις στα 50, ή να μας φτιάξει κάποιος το πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι. Θα σου πω το πιο απλό πράγμα: Αν σε έναν Δήμο με 50.000 κατοίκους οι 5.000 υπογράψουν / πιέσουν για να πλατύνουν τα πεζοδρόμια και να χωρούν τα αναπηρικά καροτσάκια, αυτό και θα συμβεί. Ως τότε η πλειοψηφία των πολιτικών θα κοιτούν να μην ενοχλήσουν κόβοντας κάποια θέση στάθμευσης. Αν αντίστοιχα οι 5.000 ζητήσουν πολλές νέες θέσεις στάθμευσης και «μαυρίσουν» αυτόν που δεν θα τις κάνει, ο επόμενος τρέχοντας θα ψάξει για λύσεις και θα τους δώσει αυτό που ζητούν. Το ίδιο ισχύει και σε εθνικό επίπεδο, για άλλα θέματα».
– «Ξέρεις, αυτό δεν γίνεται, οι περισσότεροι θα πουν ναι και μετά θα πάνε να τα βρουν με τον πολιτικό στα κρυφά…»
Η: «Αν συμβεί αυτό που λες, τότε γιατί λες πως μας κοροϊδεύουν οι πολιτικοί;»
– «Οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο, έχουν τα προβλήματά τους…»
Η: «Όποιος εγκαταλείπει τα δικαιώματά του, έστω το δικαίωμα ψήφου που έχει, τότε προετοιμάζει το έδαφος για να του στερηθεί στο μέλλον το δικαίωμα αυτό».
Τίποτε δεν σου χαρίζεται στη ζωή
– «Δηλαδή αν ψηφίσουμε όλοι θα αλλάξουν δια μαγείας τα πράγματα;»
Η: «Φυσικά και όχι, μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την ατελή ανθρώπινη φύση! Όμως αφ’ ενός όλα από κάπου ξεκινάνε και αφ’ ετέρου τίποτε δεν σου χαρίζεται σε αυτή τη ζωή. Η κοινωνία μας γίνεται καλύτερη όταν κατ’ ελάχιστο ψηφίζουμε και ιδανικά ζητάμε αυτή να βελτιωθεί για το καλό των πολλών».
– «Αυτά όλα είναι θεωρητικά και πιο πολύ μου θυμίζουν ευχές…»
Η: «Αν έτσι το βλέπεις, αν το να ασκείς τα δικαιώματα του πολίτη είναι κάτι θεωρητικό, τότε σύντομα θα γίνεις κάτοικος και όχι πια πολίτης, την ώρα που η πλειοψηφία των πολιτικών θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει τώρα: Να ασχολείται με αυτούς που ψηφίζουν και να προσπαθεί να κερδίσει την ψήφο τους με κάθε τρόπο».
– «Δεν μου είπες τίποτε για το αν πρέπει να είμαστε και υποψήφιοι, εκτός από το να ψηφίζουμε».
Η: «Αυτονόητα, άλλωστε είναι πάντα ενδιαφέρον να δεις από μέσα πόσο δύσκολο είναι να πετύχεις στην πολιτική και πόσο πιο δύσκολο είναι να πετύχεις να κάνεις ένα καλό για τους πολλούς».
Που είναι χειρότεροι οι πολιτικοί;
– «Πάντως νομίζω ότι οι πολιτικοί στην Ελλάδα είναι κλέφτες και οι χειρότεροι που υπάρχουν στον κόσμο».
Η: «Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Αν σκεφτείς πως η Ελλάδα επιβιώνει για 200 χρόνια ως ελεύθερο κράτος, έχοντας απέναντί της την Τουρκία και όντας στη σωστή πλευρά της Ιστορίας σχεδόν πάντα, μάλλον κάποιοι έκαναν και πράγματα σωστά. Θα μου πεις ότι μπορούσαμε να κάνουμε πολλά περισσότερα και θα συμφωνήσω. Πάντως δεν νομίζω πως είμαστε εδώ οι χειρότεροι. Αλλά για αυτό θα σου πω τι άκουσα να λέει πριν μερικά χρόνια ο Πρόεδρος της Erste Bank σε ένα συνέδριο στο Βουκουρέστι…»
– «… ποιος είναι αυτός και τι είπε;»
Η: «Η Erste είναι μία μεγάλη αυστριακή τράπεζα με παρουσία σε 12 χώρες στην ανατολική Ευρώπη. Το 2004 πλειοδότησε έναντι της Εθνικής και της Eurobank και αγόρασε τη BCR, τη μεγαλύτερη ρουμανική τράπεζα…»
– «Τι είπε λοιπόν αυτός ο τραπεζίτης;»
Η: «Είμαστε παρόντες σε 12 χώρες εκτός της Αυστρίας. Σε όποια από αυτές και αν πάω, όλοι μου λένε ότι στη χώρα αυτή υπάρχουν οι χειρότεροι πολιτικοί, οι μεγαλύτεροι κλέφτες, αυτοί που νοιάζονται λιγότερο από όλους για τον λαό τους! Το αστείο είναι ότι όλοι, σε όλες τις χώρες έχουν δίκιο! Το θέμα μας όμως είναι ότι εμείς οι πολίτες είναι ανάγκη να δουλέψουμε μαζί τους για να βελτιώσουμε τις κοινωνίες και τις ζωές μας!»
Η Wikipedia για τους Φαναριώτες στη σημερινή Ρουμανία:
Οι Φαναριώτες στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες
Οι ντόπιοι οσποδάροι ηγεμόνες (α μισό 17ου αι.) ενθάρρυναν την διείσδυση των Ελλήνων και του πολιτισμού της στις περιοχές τους με σκοπό να ελαττώσουν την πολιτιστική επιρροή των Σέρβων ,Κροατών, Βουλγάρων. Επίσης ο τελευταίος οσποδάρος της Μολδαβίας Δημήτριος Καντεμίρ ήλθε σε μυστική συνεννόηση με τους Ρώσους για να απελευθερώσουν τις ηγεμονίες. Τελικά απέτυχε το σχέδιό του, και έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να τοποθετήσουν στη διοίκηση των ηγεμονιών τους έμπιστούς τους Φαναριώτες. Το 1709 το αξίωμα των οσποδάρων περνά στον Νικόλαο Μαυροκορδάτο και κατά τον αιώνα που ακολούθησε μέχρι το 1821, στη θέση των δύο οσποδάρων εναλλάσσονταν εκπρόσωποι οκτώ οικογενειών Ελλήνων Φαναριωτών . Υπό τη διοίκηση των Φαναριωτών η παλιότερη εκεί ελληνική παρουσία εξελίχθηκε σε συμπαγείς ελληνικές παροικίες. Αρχικώς την πρώτη εγκατάσταση των Ελλήνων αρχόντων τον δέκατο έκτο αιώνα συνόδευε η ψυχολογική αβεβαιότητα: έτσι μια Ελληνίδα αρχόντισσα έγραφε από το Βουκουρέστι αυτή η χώρα δεν είναι κληρονομία μας. Σήμερον ήμεσθεν και αύριον δεν ήμεσθεν, εις του Θεού το όρισμα και εις των Τούρκων το χέριν είμεστεν[…].
Μέσα σε δύο αιώνες η φαναριώτικη κοινωνία εδραιώνεται στις ρουμανικές χώρες, και οι έλληνες αξιωματούχοι και αστοί συγκροτούσαν ενιαίο κοινωνικό σώμα με τους ρουμάνους βογιάρους. Το 1719 ένας Έλληνας λόγιος γράφει: Το Φανάρι είναι όλον είναι εδώ.[…]. Υπό το Φαναριώτικο καθεστώς έγιναν σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις όπως η νομοθετική κατάργηση της δουλοπαροικίας από τον Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο και η εύνοια της παιδείας και η δημιουργία υποδοχών για τον Διαφωτισμό. Καθώς διευρυνόταν το πεδίο δράσεως των Φαναριωτών ενισχύθηκε το ενδιαφέρον και από την πλευρά και άλλων Φαναριώτικων οικογενειών για την απόκτηση του σχετικού αξιώματος και τελικά αναπτυσσόταν ένας αγώνας πλειοδοσίας μεταξύ των ανταγωνιστών. Τελικός ωφελημένος από τα δοσίματα ήταν η Πύλη που συντηρούσε το καθεστώς των δωροδοκιών: ήθελε συχνούς διορισμούς, κι εκβίαζε για μετάθεση στη φτωχότερη Μολδαβία. Μέλη Φαναριώτικων οικογενειών είναι και οι ιεράρχες στην αρχιεπισκοπή Ιππεκίου,όπως ο Ιωαννίκιος Καρατζάς (1737-1746). Η κατάληψη αξιωμάτων εκ μέρους τους και η σύνδεση των τυχών τους με τα οθωμανικά συμφέροντα τους κατέστησε υπόπτους στα μάτια των Ρώσων οι οποίοι απέφυγαν να συνεργαστούν μαζί τους.
Παναγιώτης Κοντογιάννης αναφέρει:
Όποιος εγκαταλείπει τα δικαιώματά του, έστω το δικαίωμα ψήφου που έχει, τότε προετοιμάζει το έδαφος για να του στερηθεί στο μέλλον το δικαίωμα αυτό.