Το πρώτο βήμα

Όταν είσαι «νεκρός», χωρίς ακόμη να έχεις καταλάβει ότι έχεις «πεθάνει»…

– «Έχουμε δύο επιλογές. Η μία να ακολουθήσουμε την εταιρεία στη Ρουμανία».

Η: «Μια χαρά, θα περάσετε τέλεια».

– «Οι μισθοί των δύο μας θα είναι περίπου 5.500 – 6.000 Ευρώ τον μήνα, συν σπίτι, έξοδα παραστάσεως και αεροπορικά εισιτήρια. Αλλά θα πρέπει να πάμε στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι…»

Η: «… μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα σε ραγδαία άνοδο!»

– «Τι θα πει όμως ο κόσμος… ποιοι πάνε έξω; Οι αποτυχημένοι πάνε! Γιατί να φύγουμε από την Ελλάδα; Εδώ είναι οι φίλοι και οι παρέες μας, εδώ περνάμε καλά. Να ξενιτευτούμε σα να είμαστε τίποτε φουκαράδες; Τίποτε ταλαιπωρημένοι;» πετάχτηκε η γυναίκα του…

Η: «Δηλαδή εγώ είμαι φουκαράς και ταλαιπωρημένος που έφυγα στη Ρουμανία

– «Ξέρεις τι λέει για σένα ο κόσμος;»

Η: «Ποιος από όλους; Οι μίζεροι που απλά επιβιώνουν χωρίς προοπτική; Οι ανοικτόμυαλοι που ταξιδεύουν; Οι ικανοί; Οι ανίκανοι; Ποιοι από όλους; Οι γιαγιάδες, οι μπαρμπάδες και οι θείτσες; Σε ποιον κόσμο αναφέρεσαι;»

– «Στον κόσμο, ρε Ηλία! Γιατί ένας άνθρωπος που πάει καλά να φύγει στο εξωτερικό; Γιατί να πάμε εμείς έξω; Θα μας περάσουν για τίποτε αποτυχημένους, κυνηγημένους και βασανισμένους, που φύγαμε για να ξεχρεώσουμε».

Η: «Αν δεν ακολουθήσετε την εταιρεία και μείνετε εδώ, τι θα κάνετε;»

– «Δεν ξέρω ακόμη, κάποια δικιά μας δουλειά. Σκέφτομαι ένα εστιατόριο, έχουμε τόσο μεγάλο κύκλο γνωστών και φίλων…»

Η: «Μα δεν ξέρετε καθόλου τη δουλειά!»

– «Την κάνουν τόσοι και τόσοι, θα τη μάθουμε και εμείς. Μας ταιριάζει περισσότερο και κοινωνικά, αν το δεις… θα κάνουμε πολλές νέες γνωριμίες» συμπλήρωσε η σύζυγος…

Τους κοίταξα προσεκτικά. Πρώτα αυτόν, μετά αυτή. Μετά κοίταξα το τραπέζι μπροστά μου. Είχα στη γλώσσα μου ένα ανεμοστρόβιλο λέξεων για να τους πω, να τους ξυπνήσω, να τους εξηγήσω…

Η: «Εσείς ξέρετε καλύτερα. Πάντως και στη Ρουμανία θα μπορείτε να δικτυωθείτε, και με πιο μεγάλα ονόματα, να ανοίξετε πολλές πόρτες σε…»

– «… στη Ρουμανία είναι οι άνθρωποι φτωχοί!»

Το βράδυ ο Γρηγόρης με ρώτησε για το ραντεβού μας…

Η: «Είδα δύο «νεκρούς» που δεν ξέρουν ακόμη ότι έχουν «πεθάνει»…»

Ελλάδα, πριν το 2010. Έχοντας χάσει την ουσία της ζωής…

Η Ελληνική κοινωνία ανέκαθεν εμπεριείχε το έντονο στοιχείο της αλαζονείας και της «βλαχιάς». Πολλοί οι επιφανειακοί άνθρωποι, που πέρασαν δεκαετίες πιστεύοντας πως είναι σπουδαίοι αν απέκτησαν ένα εξοχικό σπίτι, ή αν το παιδί τους «πέρασε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε Ηλιοθεραπεία στο Κιλκίς», ή αν βρήκαν κάποιον κατώτερο από αυτούς, κάποιον που να τους επέτρεπε να νιώθουν σπουδαίοι.

Όσο ζούσα αποκλειστικά στην Κατερίνη, ομολογώ πως και εγώ πολλές φορές είχα πέσει σε τέτοιες παγίδες, έκρινα τους ανθρώπους πολύ επιδερμικά, με κριτήρια εντελώς υλικά, χρησιμοποιώντας ξεπερασμένες «χωριάτικες» αντιλήψεις ανθρώπων που δεν ειχαν ταξιδέψει, δεν είχαν προσπαθήσει να καταλάβουν τον κόσμο, νόμιζαν πως ό,τι έλεγε ο αρχηγός του κόμματός τους ήταν αυτομάτως και σωστό.

Η Ρουμανία μου άλλαξε ριζικά και απότομα τον ορίζοντά μου, καθώς και τον τρόπο αξιολόγησης των ανθρώπων. Ζώντας ταυτόχρονα σε μία χώρα σε ραγδαία άνοδο (Ρουμανία) και μία σε ραγδαία πτώση (Ελλάδα, που «κρατιόταν με δανεικά»), άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η ζωή είναι πιο σύνθετη και πιο περίπλοκη. Την ώρα που στην Ελλάδα το 90% των ανθρώπων αρκούνταν στο «μπράβο – ζήτω» και το κτύπημα στην πλάτη, αγνοώντας την ουσία των πραγμάτων, έβλεπα τους Ρουμάνους να βγαίνουν από τις στάχτες, να αλλάζουν τη ζωή τους και να κοιτάνε αποκλειστικά και μόνο αυτό που χάναμε εμείς… την ουσία και την αλήθεια.

Το «φαίνεσθαι» και το «είναι»

Στην πρωτεύουσα της Ελλάδας είχα γνωστούς και φίλους πριν ακόμη φύγω για το εξωτερικό. Από την ώρα που ξεκίνησα τις δουλειές στη Ρουμανία, ήταν λογικό να γνωρίσω πολύ περισσότερο κόσμο, μιας και ασχολούμενος με τα ακίνητα και τις επενδύσεις ερχόμουν σε επαφή με άπειρους ανθρώπους που έδειχναν ενδιαφέρον.

Όμως αυτό το ζευγάρι φίλων το είχα γνωρίσει πριν ακόμη πάω στο Βουκουρέστι. Ήταν φίλοι ενός καλού μου φίλου και γρήγορα αποκτήσαμε καλή χημεία και μεταξύ μας. Δούλευαν και οι δύο σε σοβαρή Ελληνική εταιρεία. Πρώτα είχε πιάσει δουλειά ο σύζυγος, μετά έφερε στην εταιρεία και τη γυναίκα του. «Μεσαία στελέχη», με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας, «φτωχά» αγγλικά και χρήση υπολογιστή μόνο «με πιστοποιήσεις» χρήσιμες για να μπει κάποιος στο δημόσιο… 

Είχαν αγοράσει το σπίτι τους με (υγιές) δάνειο, είχαν δύο αυτοκίνητα και κέρδιζαν αρκετά χρήματα για να ζουν αξιοπρεπώς. Ο περίγυρός τους πίστευε ότι είχαν μεγάλη θέση και είχαν μεγάλους μισθούς, κάτι που και αυτοί άφηναν τεχνηέντως να εννοηθεί. Για αυτό και είχαν εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση στις παρέες… ως «ποιος ξέρει, μπορεί στο μέλλον να τον δεις να διοικεί το μαγαζί».

Τα πήγαιναν εξαιρετικά στο «φαίνεσθαι», στοιχείο που μάλλον τους έκανε να νιώθουν καλύτερα για το «είναι» που ζούσαν στην πραγματικότητα…

(Προσωπικά δεν με ενοχλούσε τίποτε από τα παραπάνω. Από την ώρα που ήταν ευχάριστοι και ευγενικοί στην παρέα, με έξυπνες ατάκες και θετική αύρα, ήταν χαρά μου να τους συναντώ μαζί με τον κοινό μας φίλο, ας τον πούμε Χ).

Όταν αλλάζουν τα δεδομένα της ζωής…

Η ζωή δεν είναι μία ευθεία γραμμή. Έχει πάντα ανατροπές και εκπλήξεις, ειδικά όταν είσαι απροετοίμαστος…

Κάποια στιγμή μου διαμήνυσαν να μιλήσω με τον Χ, για να συζητήσω κάτι για το οποίο ήθελαν τη γνώμη μου. Τον συνάντησα ένα βράδυ καλοκαιρινό, σε ένα παραλιακό εστιατόριο…

Χ: «Ηλία, θέλω τη γνώμη σου, μου ζήτησαν τα παιδιά να συζητήσουμε κάτι…»

Η: «Με χαρά, πες μου τι είναι»

Χ: «Η εταιρεία τους θα σταματήσει την παραγωγική διαδικασία στην Ελλάδα. Κουράστηκαν από τον συνδυασμό προβλημάτων, απεργιών και φόρων».

Η: «Κρίμα, αλλά ούτε οι πρώτοι είναι, ούτε οι τελευταίοι».

Χ: «Σωστά. Διάλεξαν να μεταφέρουν το εργοστάσιό τους στη Ρουμανία, έξω από το Βουκουρέστι».

Η: «Εξαιρετική επιλογή, έχει δεκάδες πλεονεκτήματα και φυσικά πολύ χαμηλή φορολογία. Μάλιστα το Βουκουρέστι ως πόλη είναι πλέον μία Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, δεν έχει σχέση με την πόλη που βρήκα όταν πήγα εκεί πριν λίγα χρόνια».

Χ: «Είσαι σίγουρος;»

Η: «Έλα να δεις και μόνος σου…»

Χ: «Εγώ δεν θα έρθω, αλλά ξέρεις… οι φίλοι μας έχουν δεχθεί πρόταση να ακολουθήσουν την εταιρεία στη Ρουμανία»

Η: «Υπέροχα! Θα βγάλουν λεφτά και θα ανέβουν και επαγγελματικά!»

Χ: «Ναι, αλλά θα φύγουν από την Ελλάδα!»

Η: «Ε και;»

Χ: «Πώς ε και; Θα αφήσουν τη ζωή τους εδώ και θα ξενιτευτούν…»

Η: «Μα δεν θα πάνε να δουλέψουν στα ορυχεία και στη φροντίδα ηλικιωμένων, λογικά θα πάνε με πακέτο αποδοχών και προαγωγή…»

Χ: «… σωστά, η εταιρεία θα κρατήσει μόνο 6 από τα στελέχη της σήμερα, θα τα στείλει επάνω με προαγωγή και μεγαλύτερους μισθούς, με σκοπό να εκπαιδεύσουν τους Ρουμάνους και να ασχοληθούν με τη διοίκηση»

Η: «Άρα από μεσαία στελέχη, θα γίνουν ανώτερα».

Χ: «Ναι, αλλά… θα φύγουν από την Ελλάδα».

Η: «Αν μείνουν εδώ, τι θα κάνουν;»

Χ: «Θα πάρουν μία καλή αποζημίωση και θα ψάξουν για νέα δουλειά».

Η: «Πες τους να κόψουν τις βλακείες και να έρθουν πάνω! Θα αλλάξουν επίπεδο ζωής! Θα κάνουν γνωριμίες! Θα τους ανοίξουν πόρτες και νέες ευκαιρίες!»

Χ: «Δεν ξέρω… τι να πω… θα τους το πω…»

(…διότι ακόμη και οι περισσότεροι φίλοι που με έβλεπαν να πηγαινοέρχομαι στη Ρουμανία και να είμαι καλά, μέσα τους θεωρούσαν πως πήγαινα στην Αφρική… και ας μη μου το έλεγαν… συγκλονιστική άγνοια…)

Το δίλημμα

Λίγες μέρες μετά ο άντρας του ζευγαριού με πήρε τηλέφωνο…

– «Ηλία, μας έχεις βάλει σε μεγάλες σκέψεις…»

Η: «Γιατί; Τι κακό έκανα;»

– «Όλος μας ο κοινωνικός περίγυρος θεωρεί ντροπή να ξεσπιτωθούμε και να πάμε στη Ρουμανία… μόνο εσύ λες ότι θα είναι καλό να φύγουμε… η γυναίκα μου το είπε στις φίλες της και την κορόιδεψαν, τη ρώτησαν αν πάθαμε κάποιο μεγάλο κακό… εμένα μου κάνουν πλάκα και μου λένε πως αν θέλω Ρουμάνες, πρέπει να πάω χωρίς τη σύζυγο, αλλιώς δεν έχω λόγο να πάω στους φτωχούς…»

Η: «Γιατί είναι φτωχοί;»

– «Μα δεν βλέπεις αυτούς που είναι στην Ελλάδα;»

Η: «Έχει η Ελλάδα δουλειές για να έρθουν ανώτερα στελέχη από το εξωτερικό και είδες να μην έρχονται Ρουμάνοι; Δουλειές χειρωνακτικές προσφέρουμε, αυτούς τους ανθρώπους φέρνουμε. Τα δυνατά τους μυαλά, τα στελέχη κλπ πάνε σε άλλες χώρες».

– «Ρε Ηλία, αυτοί πεινάνε!»

Η: «Εγώ ζω εκεί και εσύ ξέρεις καλύτερα από εμένα. Οκ, ό,τι πεις».

– «Κοίτα… επειδή το δίλημμα είναι μεγάλο, θέλω να βρεθούμε και να το συζητήσουμε, οι τρεις μας…»

Η: «Ποιο είναι το δίλημμα;»

– «Ή θα πάμε στη Ρουμανία και θα μπούμε εκεί στην ομάδα διοίκησης, ή θα μείνουμε στην Ελλάδα, θα πάρουμε πακέτο αποχώρησης και θα φύγουμε. Σκέφτομαι με τα λεφτά που θα πάρω να ανοίξω κάποια δουλειά…»

Η: «Οκ, τα λέμε από κοντά».

«Νεκροί», που ακόμη δεν έχουν καταλάβει ότι έχουν «πεθάνει»…

Βρεθήκαμε στην Αθήνα, σε εστιατόριο κοντά στο Σύνταγμα… η γυναίκα του με κοίταζε λες και της είχα βρίσει τον πατέρα που είχε χάσει… αυτός ήταν προβληματισμένος και μπερδεμένος… 

– «Έχουμε δύο επιλογές. Η μία να ακολουθήσουμε την εταιρεία στη Ρουμανία».

Η: «Μια χαρά, θα περάσετε τέλεια».

– «Οι μισθοί των δύο μας θα είναι περίπου 5.500 – 6.000 Ευρώ τον μήνα, συν σπίτι, έξοδα παραστάσεως και αεροπορικά εισιτήρια. Αλλά θα πρέπει να πάμε στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι…» 

Η: «… μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα σε ραγδαία άνοδο!»

– «Τι θα πει όμως ο κόσμος… ποιοι πάνε έξω; Οι αποτυχημένοι πάνε! Γιατί να φύγουμε από την Ελλάδα; Εδώ είναι οι φίλοι και οι παρέες μας, εδώ περνάμε καλά. Να ξενιτευτούμε σα να είμαστε τίποτε φουκαράδες; Τίποτε ταλαιπωρημένοι;» πετάχτηκε η γυναίκα του…

Η: «Δηλαδή εγώ είμαι φουκαράς και ταλαιπωρημένος που έφυγα στη Ρουμανία;»

– «Ξέρεις τι λέει για σένα ο κόσμος;»

Η: «Ποιος από όλους; Οι μίζεροι που απλά επιβιώνουν χωρίς προοπτική; Οι ανοικτόμυαλοι που ταξιδεύουν; Οι ικανοί; Οι ανίκανοι; Ποιοι από όλους; Οι γιαγιάδες, οι μπαρμπάδες και οι θείτσες; Σε ποιον κόσμο αναφέρεσαι;»

– «Στον κόσμο, ρε Ηλία! Γιατί ένας άνθρωπος που πάει καλά να φύγει στο εξωτερικό; Γιατί να πάμε εμείς έξω; Θα μας περάσουν για τίποτε αποτυχημένους, κυνηγημένους και βασανισμένους, που φύγαμε για να ξεχρεώσουμε».

Η: «Αν δεν ακολουθήσετε την εταιρεία και μείνετε εδώ, τι θα κάνετε;»

– «Δεν ξέρω ακόμη, κάποια δικιά μας δουλειά. Σκέφτομαι ένα εστιατόριο, έχουμε τόσο μεγάλο κύκλο γνωστών και φίλων…»

Η: «Μα δεν ξέρετε καθόλου τη δουλειά!»

– «Την κάνουν τόσοι και τόσοι, θα τη μάθουμε και εμείς. Μας ταιριάζει περισσότερο και κοινωνικά, αν το σκεφτείς… θα κάνουμε πολλές νέες γνωριμίες» συμπλήρωσε η σύζυγος…

Τους κοίταξα προσεκτικά. Πρώτα αυτόν, μετά αυτή. Μετά κοίταξα το τραπέζι μπροστά μου. Είχα στη γλώσσα μου ένα ανεμοστρόβιλο λέξεων για να τους πω, να τους ξυπνήσω, να τους εξηγήσω…

Η: «Εσείς ξέρετε καλύτερα. Πάντως και στη Ρουμανία θα μπορείτε να δικτυωθείτε, και με πιο μεγάλα ονόματα, να ανοίξετε πολλές πόρτες σε…»

– «… στη Ρουμανία είναι οι άνθρωποι φτωχοί!»

Το βράδυ ο Γρηγόρης με ρώτησε για το ραντεβού μας…

Η: «Είδα δύο «νεκρούς» που δεν ξέρουν ακόμη ότι έχουν «πεθάνει»…»

«Πεθαίνοντας» ενώ ακόμη νομίζεις ότι ζεις…

Τα τελευταία 10 – 15 χρόνια δεκάδες χιλιάδες Έλληνες έχασαν καλοπληρωμένες δουλειές και δεν τις ξαναβρήκαν ποτέ, συχνά μην έχοντας ούτε μία εναλλακτική, ούτε μία ευκαιρία.

Οι φίλοι μου όμως δεν ανήκαν στην κατηγορία αυτή. Προς έκπληξη του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας, επέλεξαν να πάρουν το πακέτο αποχώρησης και να φύγουν. Με καμάρι μου ανακοίνωσαν από το τηλέφωνο πώς τον… «τιμώρησαν» και πως ήταν σπουδαίοι Έλληνες πατριώτες. Όταν αυτός τους είπε ότι σε δύο –  τρία χρόνια ο άντρας θα γινόταν το νο.2 της εταιρείας στη Ρουμανία και θα άνοιγαν ορίζοντες και για την Ελλάδα μετά από μερικά χρόνια, αυτός του απάντησε πως δεν ήταν διατεθειμένος να πουλήσει την Ελλάδα για τα λεφτά και τις θέσεις και πως τίποτε δεν συγκρινόταν με τον Ελληνικό τρόπο ζωής.

Η «αυτοκτονία» τους ολοκληρώθηκε, παρά τις επίμονες παρακλήσεις των υπόλοιπων που πήγαιναν στη Ρουμανία, που τους ζητούσαν να τους ακολουθήσουν και τους περιέγραφαν έναν τρόπο ζωής σχεδόν ειδυλιακό. Όχι, αυτοί είχαν αποφασίσει και ήταν περήφανοι για τις επιλογές τους, στοιχείο που επιβεβαιώσαν και στις συζητήσεις με γνωστούς και φίλους! Είχαν καταφέρει να κερδίσουν την εκτίμηση όλων! Στο κεφάλαιο «τι θα πει ο κόσμος» τα πήγαν περίφημα!

Ο σύζυγος δέχθηκε κάποιες «χλιαρές» προτάσεις για να δουλέψει σε άλλες εταιρείες στην Ελλάδα, με περίπου τον ίδιο μισθό, όμως επειδή κανείς δεν έδινε δουλειά και στη γυναίκα του, τις απέρριψε όλες. Η ίδια έβρισκε δουλειές με πολύ χαμηλούς μισθούς και αρνούνταν να πάει κάπου και «να ξεκινήσει από την αρχή».

Αυτή ήταν που επέμεινε να προχωρήσουν γρήγορα στο άνοιγμα του εστιατορίου τους… «να γίνουν αφεντικά και να δουλέψουν μαζί». Όταν μου το ανακοίνωσαν, τους πρότεινα να πάνε και να δουλέψουν ως υπάλληλοι σε εστιατόριο για 6 – 12 μήνες, να καταλάβουν το θέμα, να πάνε και σε κάποια σχολή… «να μην πάτε ως πρόβατα στη σφαγή». Γέλασαν και με αγνόησαν = ήταν και η τελευταία φορά που τους προσέφερα τις συμβουλές μου.

Στα εγκαίνια του εστιατορίου δεν πήγα, όμως το επισκέφθηκα μετά από λίγο καιρό και τους είδα και τους δύο με ένα ποτό στο χέρι να κάθονται χαλαροί και να μιλάνε με κόσμο. Το εστιατόριό τους ήταν σχεδόν άδειο, ήδη πολλά ανταγωνιστικά μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο, όμως αυτοί «ήταν αφεντικά, δεν ασχολούνταν με λεπτομέρειες»…

Σε λιγότερο από δύο χρόνια έχασαν όλα τα χρήματα που είχαν πάρει ως αποζημίωση, αλλά και αυτά που πήραν ως δάνειο με εγγύηση το σπίτι τους. Όταν η Ελλάδα μπήκε στον κυκέωνα των μνημονίων και των λάθος επιλογών, αυτοί λίγους μήνες μετά αναγκάστηκαν να κλείσουν το εστιατόριο, χρωστώντας σε όποιον μιλούσε Ελληνικά…

Είχαν «πεθάνει» οικονομικά…

Μία επιλογή που άλλαξε για πάντα δύο ζωές

Επειδή φημίζομαι για το πόσο βλάκας είμαι, όταν μου τηλεφώνησε ο Χ και μου είπε είπε ότι οι φίλοι του ψάχνουν για δουλειά, προσπάθησα να τους βοηθήσω. Δεν βρήκα κάτι στην Ελλάδα, όμως δύο μισθούς στη Ρουμανία κατάφερα να τους βρω, αρκετούς για μία αξιοπρεπή ζωή και μία επανεκκίνηση…

Μίλησα στο τηλέφωνο με τον σύζυγο, που είχε στο μεταξύ αποκτήσει διαφορετικές πολιτικές απόψεις, απορρίπτοντας όλους και όλα, ως υπεύθυνους για την καταστροφή του. Όταν του είπα τι είχα βρει για αυτούς και το μετέφερε στη γυναίκα του, αυτή πήρε το τηλέφωνο έξαλλη από τα χέρια του και με έβρισε, λέγοντάς μου πως «δεν έχω στερηθεί τα πάντα για να καταλήξω στην κ…λορουμανία σου».

Είχαν «πεθάνει» και πνευματικά / ψυχολογικά / συναισθηματικά…

Έξι μήνες μετά τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα… όποια πόρτα και αν κτύπησαν, παρέμεινε κλειστή. Η επιβίωση είχε γίνει πλέον καθημερινός εφιάλτης…  με τα νεύρα σπασμένα και την ψυχολογία σε άθλια κατάσταση, δεν μπορούσαν να βρουν καμία δουλειά στην Ελλάδα, ενώ σταδιακά όλος τους ο κοινωνικός περίγυρος απομακρύνθηκε…

Στο τέλος δεν άντεξαν άλλο και έφυγαν στη Γερμανία. Αυτός εργάτης σε εργοστάσιο, αυτή καμαριέρα σε ξενοδοχείο…

Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, όμως όταν κάποιοι είχαν την επιλογή να διαλέξουν τη σιγουριά και την πρόοδο και διάλεξαν την αβεβαιοτητα και το άγνωστο, τότε είναι λογικό να λες «κρίμα».

Έτυχε να τους συναντήσω άλλη μία φορά από τότε. Μου μίλησε ο σύζυγος, με τη φωνή «σπασμένη» και τόνο απολογητικό…

– «Είχες δίκιο, ρε Ηλία. Είχες δίκιο, ρε γ….το»

Η: «Μικρή σημασία έχει αυτό τώρα. Κοίτα να σταθείτε πάλι στα πόδια σας και να προχωρήσετε μπροστά. Δεν τελειώνει η ζωή σε μία λάθος απόφαση» του είπα, χωρίς όμως να είμαι και τόσο σίγουρος…

Άνοιξε το μυαλό και ξεκόλλα από τη λάσπη

Σήμερα βρίσκω τραγικό να ακούω ένα σωρό Έλληνες να συνεχίζουν να υποτιμούν άλλες χώρες, να συνεχίζουν να αυτοκαταστρέφονται στην Ελλάδα, να συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο λάθος ξανά και ξανά και να πιστεύουν ότι θα καταλήξουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα… Είναι ακατανόητο γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να ψάχνουν το εύκολο, συνεχίζουν να πιστεύουν πως μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς να δουλέψουν σκληρά, συνεχίζουν να χάνουν την ώρα τους, να χάνουν παραγωγικά χρόνια…

Οι Ρουμάνοι λένε «αυτός είναι άθαφτος νεκρός» και εννοούν κάποιον που έχει κολλήσει στο τέλμα, χάνει τα χρόνια του χωρίς να προοδεύει και κινδυνεύει στην πρώτη δυσκολία να πέσει πολύ πιο κάτω, να πάθει ζημιά ανεπανόρθωτη. 

Η ζωή είναι δικιά σου και εσύ θα αποφασίσεις για αυτή. Αν όμως έχεις κολλήσει σήμερα, επίτρεψέ μου να σου προτείνω τρία πράγματα, μετά από σχεδόν 35 χρόνια εργασίας (ναι, από παιδί), μεγάλες καταστροφές και μεγαλύτερες επιτυχίες:

  • Γύρνα και μελέτησε ξανά τα «βασικά δεδομένα» της ζωής, όπως είναι και όχι όπως σου λένε ότι είναι cool να πιστεύεις
  • Άνοιξε το μυαλό σου, αποφάσισε να δουλέψεις σκληρά και αν χρειαστεί να ξεβολευτείς.
  • Ξεκόλλα από τη λάσπη, βγες από το τρυπάκι της αναζήτησης χαζών και εύκολων λύσεων
  • Φτιάξε ένα πλάνο ζωής και επικεντρώσου στο πώς θα κάνεις βήματα μπροστά, όχι στο πώς θα αρέσει το πλάνο αυτό στον θείο Φούφουτο, τη θεία Καρακάξα, την κυρία Μελπωμένη, τη φίλη της μαμάς και τους 2 – 3 κολλητούς / κολλητές που έχουν πλέον «ιδεολογικοποιήσει» την τεμπελιά.

Μία ζωή θα ζήσεις. Κοίτα να βρεις την ουσία για το πώς θα σταθείς στα πόδια σου, χωρίς να ενδιαφέρεσαι για το τι θα πουν οι άλλοι, ή χωρίς να έχεις ιδεοληψίες για άλλους τόπους. Γιατί δυστυχώς ή ευτυχώς τίποτε στη ζωή δεν είναι σταθερό…

Εσύ τι γνώμη έχεις;

Reader Interactions

Ilias P. Papageorgiadis

Ilias Papageorgiadis

Ο Ηλίας Π. Παπαγεωργιάδης είναι επιχειρηματίας και σύμβουλος επιχειρήσεων, με δραστηριότητα από το 1993, πολλά και πετυχημένα projects, έντονη κοινωνική δράση, ενώ έχει συγγράψει και 4 βιβλία.

Σχόλια_

  1. Νίκος αναφέρει:

    Το συμπέρασμα που βγάζω προσωπικά είναι ότι πλέον πολλοί «άνδρες» σέρνονται από την γυναίκα τους…

    Κάνουν αυτό που θέλει αυτή (ακόμα κι αν είναι εξόφθαλμα λάθος!), πατάνε την μπανανόφλουδα (το λες και shit test) και στο τέλος πολλές φορές χωρίζει το ζευγάρι (γιατί η γυναίκα ξενέρωσε πλέον με τον «άντρα» της, κοινώς του πήρε τον αέρα, άρα τι να τον κάνει).

    Θα συνέβαινε άραγε αυτό τα παλιά χρόνια; Ρητορικό ερώτημα…

    Εγώ νομίζω ότι αν είχε το σθένος να επιβάλλει την απόφαση του (ναι, ξέρω, θα κράξουν οι Φεμινίστριες), σήμερα θα ήταν φουλ ερωτευμένη μαζί του. Θα ήταν πραγματικός Άντρας στα μάτια της!

Διατυπώστε την άποψη σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *