Άρχισα να περπατώ προς το σπίτι, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο εαυτός μου αντιδρούσε στη σκέψη πως έπαιρνα τους ανθρώπους πιο σοβαρά από ότι έπρεπε, άρχισα να ζαλίζομαι. Σταμάτησα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ήμουν στα χαμένα. Σκεφτόμουν δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπους της ηλικίας μου και διαπίστωνα ότι ούτε το 10% εξ’ αυτών δεν δούλευε πραγματικά. Θυμήθηκα ότι η πλειοψηφία των νέων ως και 30 ετών προετοιμάζονταν επί χρόνια για τις περίφημες «εξετάσεις του δημοσίου». «Είδα» τόσους και τόσους γνωστούς μου κάθε ηλικίας που παρίσταναν πως δούλευαν, αλλά στην ουσία κυνηγούσαν με μανία την αρπαχτή. Την αέναη προσπάθεια άλλων να δείξουν ότι είναι πλούσιοι, την ώρα που άλλοι καμάρωναν για το ότι έβγαιναν στη συνταξη πολύ νέοι. Με ενοχλούσε να δεχθώ πως πρακτικά σε αυτή τη χώρα στην πλειοψηφία δουλευόμαστε μεταξύ μας, παριστάνουμε πως μας ενδιαφέρει να λύσουμε τα προβλήματά μας αλλά ουσιαστικά αδιαφορούμε για όλα, ακόμη και αυτά που θεωρούμε τα πλέον ζωτικά.
…
2003. Μία εξαιρετική χρονιά
Το 2003 είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Μαζί με τον αδερφό μου τον Γρηγόρη είχαμε τη μεγαλύτερη τοπική εφημερίδα στην Πιερία, τον «Πολίτη», με 24 – 32 σελίδες και αποκλειστικά τοπικά θέματα. Ασχολούμασταν με πολιτικές καμπάνιες, συνεργαζόμενοι με πολιτικούς και από τα δύο μεγάλα κόμματα. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 είχαμε στηρίξει τον υποψήφιο που κέρδισε τη Νομαρχία, αλλά και τους 13 υποψηφίους που κέρδισαν όλους τους Δήμους στον Νομό μας. Η σκληρή μας δουλειά για πολλούς μεταφράζονταν ως «διαπλοκή», όμως αυτό δεν είχε για εμάς σημασία. Ο αγώνας μας είχε αρχίσει να αποφέρει καρπούς και νιώθαμε ότι είχαμε μπροστά μας πολλά χρόνια επιτυχίας. Μας αναγνώριζαν πλέον και εκτός των ορίων της Κατερίνης, είχαμε αρχίσει να αποκτάμε υγιείς σχέσεις με ανθρώπους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Παρά το τεράστιο κόστος έκδοσης της εφημερίδας (και το επιπλέον κόστος διανομής της ακόμη και στο τελευταίο καφενείο του πιο μικρού χωριού του νομού), πληρώνοντας όλες μας τις υποχρεώσεις και τους φόρους κερδίζαμε πολύ καλά χρήματα, πολύ πάνω από όσα θα αναλογούσαν σε έναν 28χρονο και έναν 27χρονο.
Είχαμε εφημερίδα, διαφημιστική εταιρία και κάναμε καμπάνιες πολιτικών με απόλυτη επιτυχία.
Το πρόβλημα
Στον τόπο καταγωγής μας την Πιερία, έναν τουριστικό προορισμό που τις προηγούμενες δεκαετίες γιγαντώθηκε κυρίως από τις εκατοντάδες χιλιάδες των βαλκάνιων γειτόνων μας, υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα που κυριαρχούσε σε όλες τις συζητήσεις: Οι πολιτικοί το έλεγαν «ανεπίσημα», οι τουριστικοί επιχειρηματίες το φώναζαν δημόσια, οι πολίτες ούρλιαζαν. Ο λόγος για τη συμπεριφορά που είχαν οι υπάλληλοι των Πρεσβειών της Ελλάδας στη Σερβία και τα Σκόπια (κατά κύριο λόγο) και δευτερευόντως στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ειδικά για τους Σέρβους και τους Σκοπιανούς, είχαμε πολλές καταγγελίες τους, που μιλούσαν για απαράδεκτες συνθήκες και εκβιασμούς που δέχονταν προκειμένου να πάρουν βίζα και να έρθουν για διακοπές στην αγαπημένη τους Ελλάδα. Ο τόπος έχανε έσοδα, οι τουρίστες μιλούσαν για απίστευτα πράγματα, το πρόβλημα φαινόταν μεγάλο.
Η ευκαιρία
Η Ελλάδα είχε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς επρόκειτο να λάβει χώρα η Σύνοδος Κορυφής στη Χαλκιδική, στο ξενοδοχείο Πόρτο Καρράς. Με καμάρι η τότε κυβέρνηση είχε ανοίξει το θέμα της προώθησης των σχέσεων της Ένωσης με τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, αφού λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πετύχει την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε. από την 01.01.2004.
Οργανώθηκα από νωρίς και συμφωνήσαμε με τον Γρηγόρη να πάω στη Σύνοδο και να προσπαθήσω να δω πώς θα μπορούσα να θέσω το πρόβλημα των πρεσβειών μας στη Σερβία και τα Σκόπια, για να ακουστεί και να γίνει θέμα, ευελπιστώντας να δοθεί μία λύση που θα στήριζε τον τουρισμό της περιοχής μας, αλλά και όλης της Βόρειας Ελλάδας. Το συζήτησα και με πολλούς ανθρώπους από τον χώρο του Τουρισμού. Οι περισσότεροι ούτε καν με άκουγαν. Με εξαίρεση τρία – τέσσερα πρόσωπα, οι υπόλοιποι ξανάρχιζαν το λογίδριο, ουρλιάζοντας για τα προβλήματα που είχαν «εξαιτίας των υπαλλήλων των πρεσβειών».
Εκεί στη Χαλκιδική τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Για να φτάσει κάποιος «μη διάσημος δημοσιογράφος» στους χώρους που λάμβανε χώρα η Σύνοδος Κορυφής, έπρεπε να περάσει μέσα από τις μάχες των διαδηλωτών με την Αστυνομία, να «χορτάσει» δακρυγόνα κλπ. Τα κατάφερα και τις δύο ημέρες, κινήθηκα στους χώρους της εκδήλωσης χωρίς να γνωρίζω πολλούς ανθρώπους και φρόντισα να πηγαίνω από νωρίς στον χώρο των συνεντεύξεων τύπου, για να «εφαρμόσω το σχέδιό μου»…
Η επιτυχία
Ως «δημοσιογράφος από τον Πολίτη της Πιερίας» αυτονόητα δεν είχα καμία ελπίδα ανάμεσα σε άλλους 400, όλα τα μεγάλα ονόματα της Ελλάδας και δεκάδες ξένους. Όμως είχα και εγώ το σχέδιό μου. Φορώντας και τις δύο μέρες λευκά πουκάμισα, ψιλομαυρισμένος από τον ήλιο και πάντα με το μούσι μου (τότε κατάμαυρο), ίσως και να έδειχνα «άραβας απεσταλμένος», όπως ήλπιζα. Διάλεξα να καθήσω ακριβώς απέναντι από τον τότε υπουργό τύπου (Πρωτόπαππας) ο οποίος και επέλεγε το ποιοι θα υποβάλλουν ερωτήσεις και καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου την πρώτη μέρα τον κοίταζα στα μάτια με σοβαρότητα.
Τη δεύτερη μέρα ακολούθησα ακριβώς την ίδια στρατηγική και κατάφερα να είμαι ο ένας από τους δύο που πήραν τον λόγο για να ρωτήσουν. Όταν μίλησα και ανέφερα τα προβλήματα που καταγγέλονται από τους τουριστικούς παράγοντες της Βορείου Ελλάδος για το προσωπικό των πρεσβειών της Ελλάδας στα Δυτικά Βαλκάνια, όλοι πάγωσαν. «Από που ξεφύτρωσε αυτός ο μικρός, που μας προσγειώνει από τα μεγάλα διεθνή θέματα σε κάτι τόσο πεζό;»
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου έδωσε μία γενικόλογη απάντηση και υποσχέθηκε να δει το θέμα, μιας και δεν το γνώριζε, το ίδιο και ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.
Για τον «οπτικό ορίζοντα» που είχα τότε, όλο αυτό αποτελούσε ίσως τη μεγαλύτερη επιτυχία της ζωής μου ως εκείνη τη στιγμή! Ξέχασα αμέσως την κούραση και την ταλαιπωρία και οδήγησα ως την Κατερίνη νιώθοντας ότι πετάω…
Η προσγείωση
Η εφημερίδα μας κυκλοφορούσε κάθε Πέμπτη. Μαζί με τον Γρηγόρη, χαρούμενοι και οι δύο, ετοιμάσαμε τη νέα της έκδοση, περήφανοι που καταφέραμε να θέσουμε το πρόβλημα του τόπου μας σε τέτοιο επίπεδο, σπάζοντας τη μιζέρια των «δελτίων τύπου» που έστελναν οι διάφοροι τοπικοί παράγοντες για το θεαθήναι. Το θέμα κάλυπτε όλη την πρώτη σελίδα και περιμέναμε αντιδράσεις…
Η Πέμπτη πέρασε «ήσυχα». Την Παρασκευή τα μηνύματα ήταν μάλλον αρνητικά: «Και τί έγινε που έθεσες το θέμα εκεί; Απόφαση δεν πάρθηκε» είπαν πολλοί τζάμπα μάγκες, αν και οι περισσότεροι απλά αδιαφόρησαν. Το Σάββατο κυκλοφόρησα πολύ και κατάλαβα ότι με εξαίρεση τους λίγους τουριστικούς παράγοντες και μερικούς ακόμη ανθρώπους της αγοράς, η συντριπτική πλειοψηφία έδειξε συγκλονιστική απάθεια.
Το μεσημέρι του Σαββάτου τα συμπεράσματα ήταν σαφέστατα: Κάποιοι είχαν ενοχληθεί, «γιατί δεν το είχαν κάνει αυτοί». Άλλοι έγιναν απότομα εχθρικοί, ενώ ως την προηγούμενη μέρα ήταν φιλικοί. Όμως η μεγάλη πλειοψηφία ήταν απλά αδιάφορη. Οι ίδιοι που ούρλιαζαν για την καταστροφή που πάθαιναν και την ανάγκη τους να γνωστοποιηθεί το πρόβλημα, γύριζαν το καλαμάκι του φραπέ και έλεγαν ότι δεν είναι και τόσο μεγάλο το ζήτημα, αλλάζοντας συζήτηση.
Είχε πάει πια 16.30 όταν συνάντησα στον δρόμο έναν φίλο μου πολιτικό, που μόλις είχε τελειώσει «γραφείο» ( = τον επισκέπτονταν κόσμος για να ζητήσει ρουσφέτι). Μου εξήγησε πως τέσσερις άνθρωποι τον παρακαλούσαν για δουλειά και όταν τους βρήκε μία, τον έβρισαν γιατί «δεν ήταν του επιπέδου τους» και ολοκλήρωσε λέγοντας πως «στην Ελλάδα τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται».
Τότε ήταν σα «να έφαγα την πέτρα στο κεφάλι»… άρχισα να το σκέφτομαι ξανά και ξανά, έφερνα στο μυαλό μου άπειρα παραδείγματα που ήξερα, όμως ποτέ μου δεν συνδύασα. Όντως, έτσι ήταν…
Η συνειδητοποίηση
Άρχισα να περπατώ προς το σπίτι, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο εαυτός μου αντιδρούσε στη σκέψη πως έπαιρνα τους ανθρώπους πιο σοβαρά από ότι έπρεπε, άρχισα να ζαλίζομαι. Σταμάτησα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ήμουν στα χαμένα. Σκεφτόμουν δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπους της ηλικίας μου και συνειδητοποιούσα ότι ούτε το 10% εξ’ αυτών δεν δούλευε πραγματικά. Θυμήθηκα ότι η πλειοψηφία των νέων ως και 30 ετών προετοιμάζονταν επί χρόνια για τις περίφημες «εξετάσεις του δημοσίου». «Είδα» τόσους και τόσους γνωστούς μου κάθε ηλικίας που παρίσταναν πως δούλευαν, αλλά στην ουσία κυνηγούσαν με μανία την αρπαχτή. Την αέναη προσπάθεια άλλων να δείξουν ότι είναι πλούσιοι, την ώρα που πολλοί καμάρωναν γιατί έβγαιναν στη σύνταξη στα 40 τους. Με ενοχλούσε να παραδεχθώ πως πρακτικά σε αυτή τη χώρα στην πλειοψηφία δουλευόμαστε μεταξύ μας, παριστάνουμε πως μας ενδιαφέρει να λύσουμε τα προβλήματά μας αλλά ουσιαστικά αδιαφορούμε για όλα, ακόμη και αυτά που θεωρούμε τα πλέον ζωτικά.
«Αλλά για μια στιγμή… αν η μεγάλη πλειοψηφία δεν εννοεί αυτά που λέει και μόλις η μειοψηφία θέλει να δουλέψει πραγματικά, τότε πώς θα προχωρήσει αυτή η χώρα; Μόνο με δάνεια και λαμογιές;» συνειδητοποίησα και τρόμαξα. Πήγα μέχρι το πρώτο περίπτερο που βρήκα μπροστά μου, αγόρασα ένα μεγάλο μπουκάλι κρύο νερό. Ήπια από αυτό και έριξα και στο πρόσωπό μου.
Ευτυχώς ελάχιστοι περνούσαν εκείνη την ώρα από το κέντρο της πόλης, οι περισσότεροι θα έβγαιναν έξω μετά τις 20.00. Δεν με είδαν να περπατώ σε κατάσταση αλλοφροσύνης και να μονολογώ «η Ελλάδα θα χρεωκοπήσει μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες». Εκεί στην Πλατεία Ελευθερίας της Κατερίνης, ένα καλοκαιρινό σαββατιάτικο απόγευμα του 2003, πήρα μία απόφαση: Να μελετήσω την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα και αν αυτή ήταν κακή, τότε να φύγω.
Τα δεδομένα
– «Έλα ρε, κόψε το δούλεμα. Ενοχλήθηκες που δεν ασχολήθηκαν με την επιτυχία μας και για αυτό λες ότι θα χρεωκοπήσει η Ελλάδα. Χαλάρωσε, ρε Ηλία» ήταν η απάντηση του Γρηγόρη σε όσα του διηγήθηκα.
– «Γρηγόρη, πόσους ξέρεις στην ηλικία μας που δουλεύουν πραγματικά;»
– «Λίγους»
– «Πόσους ξέρεις ανεξαρτήτως ηλικίας να θέλουν να δημιουργήσουν κάτι που να φέρνει προστιθέμενη αξία στον τόπο;»
– «Όχι πολλούς»
– «Πόσες φορές συζητήσαμε πως πια στην Ελλάδα δεν μπορείς να στήσεις εύκολα μεγάλη δουλειά, μιας και η «είσοδος» είναι ακριβή;»
– «Έτσι είναι, ε και;»
– «Ξέχασες πως μόλις πριν λίγα χρόνια στο Χρηματιστήριο ένας ολόκληρος λαός πίστευε πως τα λεφτά φυτρώνουν στα δέντρα;»
– «Όχι, οι ίδιοι έναν χρόνο μετά σταμάτησαν και τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, αλλά σε ποιον να τα πεις όλα αυτά…»
– «Έχεις ποτέ σου σκεφτεί ότι η Ελλάδα δανείζεται συνέχεια τεράστια ποσά ενώ δεν έχουμε σοβαρές εξαγωγές και εισροή συναλλάγματος; Δεν βλέπεις ότι οι τράπεζες άρχισαν να μοιράζουν δάνεια ακόμη και σε ανθρώπους χωρίς μεγάλα εισοδήματα; Αν μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες έρθει μία κρίση…»
– «Γιατί να έρθει κρίση;»
– «Γιατί πάντα κάποια στιγμή έρχεται μία κρίση. Αν έρθει, η Ελλάδα θα είναι υπό χρεωκοπία, την ώρα που οι πολίτες της θα ζητάνε όλο και περισσότερα λεφτά, εμείς στα ΜΜΕ θα προβάλλουμε τα δίκαια αιτήματά τους και οι πολιτικοί θα προσπαθούν να τα ικανοποιήσουν για να εκλεγούν».
– «Άρα που καταλήγουμε; Πιστεύεις σοβαρά πως θα χρεωκοπήσουμε; Μην το πεις πουθενά, θα σε πάρουν με τις πέτρες…»
– «Γρηγόρη, θα το γράψω κιόλας»
– «Και τι έγινε; Ποιος θα δώσει σημασία;»
– «Εσύ και εγώ. Γιατί εγώ από τον Σεπτέμβριο θέλω να ψάξουμε μία άλλη χώρα για να δραστηριοποιηθούμε, θα καταρρεύσει η Ελλάδα και θα τα χάσουμε όλα εδώ».
Η απόφαση και η στήριξη
Έτσι λοιπόν πήρα από την αρχή όλα τα οικονομικά στοιχεία που μπορούσα να συλλέξω και τα είδα πλέον από άλλη οπτική γωνία. Όχι αυτής που είχα ως τότε, της «για να δούμε, τι άλλο μπορεί να μοιράσει η κυβέρνηση» αλλά της «που θα βρει για να τα πληρώσει όλα αυτά;». Σύντομα έγραψα στην εφημερίδα μας ότι «η Ελλάδα θα κινδυνέψει με ολοκληρωτική καταστροφή μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και θα χρειαστεί να κάνουμε μεγάλες αλλαγές στο Κράτος και τις ζωές μας για να σωθούμε». Πολλοί νόμιζαν πως ήμουν μπερδεμένος ή ότι έκανα πλάκα. Άλλοι μου έλεγαν ότι «όλα θα πάνε καλά», χωρίς επιχειρήματα.
Κάθε εβδομάδα που περνούσε όλα γίνονταν πιο ξεκάθαρα στο μυαλό μου. Θα έπρεπε να φύγω «για να προλάβω να στήσω κάτι άλλο σε μία ξένη χώρα, πριν καταρρεύσει η Ελλάδα και θα είναι πια αδύνατο». Ακουγόταν παλαβό, αλλά ήμουν πλέον πεπεισμένος. Προς τιμήν τους, όλοι οι δικοί μου άνθρωποι με στήριξαν. Η μητέρα μου απόρησε, αλλά δεν είπε όχι. Η τότε γυναίκα μου το δέχθηκε, αφού θα ήταν για το καλό μας. Τα αδέρφια μου δήλωσαν παρόντες, με στήριζαν και εμπιστεύονταν το ένστικτό μου, παρά το ότι τους φαινόταν «κουλό» να δηλώνω σίγουρος για την επερχόμενη χρεωκοπία.
Έτσι στο τέλος του καλοκαιριού του 2003 άρχισα να μελετώ διάφορες χώρες και να σκέφτομαι για το που θα πρέπει να πάω, με δεδομένο ότι δεν ήξερα κανέναν κάπου εκτός Ελλάδας και μιλούσα αγγλικά που μου επέτρεπαν να συνενοηθώ.
– «Πες μου έναν λόγο για να φύγουμε»
– «Δουλεύουμε 16 ώρες τη μέρα, σε μία μικρή πόλη. Αν το κάνουμε στην πρωτεύουσα μία ευρωπαϊκής χώρας, λογικά θα πετύχουμε πολλά περισσότερα»
– «Οκ, μέσα».
Το είχαμε αποφασίσει μαζί με τον Γρηγόρη: Θα έφευγα από την Ελλάδα, για να ανοιχτώ στο εξωτερικό και θα ακολουθούσε μετά και αυτός!
ΥΓ. Τον Αύγουστο του 2003 ο τότε βουλευτής της ΝΔ Γιώργος Κωνσταντόπουλος πήγε στα Σκόπια, έκανε καταγγελίες για την κατάσταση στην Ελληνική Πρεσβεία εκεί και ακολούθησαν αλλαγές. Χωρίς να το ξέρω από πρώτο χέρι, άκουσα ότι τα επόμενα χρόνια άλλαξε άρδην η κατάσταση και στο Βελιγράδι. Χωρίς λοιπόν να μπορώ να είμαι σίγουρος για το τι συνέβη τότε, φαίνεται ότι «ο καπνός ήταν ένδειξη φωτιάς».
Νίκος αναφέρει:
Κάποτε είχα διαβάσει κάτι ανάλογο για την Ισλανδία:
«Φαντάσου ότι είσαι σε ένα πάρτι και λες ότι όλο αυτό θα λήξει άσχημα… πως πιστεύεις ότι θα σε αντιμετωπίσουν όσοι χορεύουν, πίνουν, διασκεδάζουν;»
Οι Αμερικάνοι έχουν και σχετική παροιμία: “don’t rain on someone’s parade”.
Πλέον τολμώ να πω (σίγουρα θα διαφωνήσει το 99%) ότι σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζει και η Αμερική (λόγω τεράστιου χρέους) και εν γένει η Δύση (μιας και όλες οι οικονομίες είναι συνδεδεμένες).
Εκτιμώ ότι το αργότερο μέχρι το 2030 θα έχει χρεοκοπήσει η Αμερική και πιθανότατα η Κίνα θα γίνει Νο1…
Κανείς δεν το πιστεύει, ειδικά όσοι έχουν τεράστια πίστη στην Αμερική. Προσωπικά θεωρώ ότι είναι “Greece on steroids”.