«Παναγιώτη, εσύ έχεις τεράστια εμπειρία. Μην κάνεις καμιά χαζομάρα και πουλήσεις τα δέρματα τώρα! Η αγορά πάει σε έλλειψη και οι τιμές αναμένεται να εκτοξευθούν! Θα τα κονομήσεις χοντρά, άκου με που σου λέω! Εμπιστέψου με και εγώ θα σου τα πάρω όλα του χρόνου με +40% παραπάνω!»
…
Κατερίνη, Φεβρουάριος 1995. Ένα «συντηρητικό» επιχειρηματικό μοντέλο
Η οικογένειά μας ήταν 6μελής: Ο πατέρας, η μητέρα, τρία αδέρφια και η γιαγιά (μητέρα της μητέρας μου). Στο οικογενειακό μας κρεοπωλείο δούλευαν οι γονείς μου καθημερινά, εγώ παράλληλα με την προσωπική δουλειά που είχα ξεκινήσει, ο Γρηγόρης παράλληλα με τις σπουδές του και ο Νίκος τα Σάββατα, μιας και ήταν ακόμη μαθητής. Ο πατέρας μας Παναγιώτης είχε φτάσει τα 64, όμως συνέχιζε να δουλεύει όλη μέρα και να μας «διδάσκει» καθημερινά, έχοντας στο πλευρό του στο σπίτι και τη δουλειά τη μητέρα μας Σοφία που υπεραγαπούσε…
Είχαμε ένα κρεοπωλείο στο κέντρο της Κατερίνης, στη Δημοτική Αγορά. Παράλληλα ο πατέρας μας έκανε χονδρική πώληση νωπών κρεάτων, αλλά και κατεψυγμένων, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ήταν ένας από τους ελάχιστους που είχε επενδύσει σε ένα ψυγείο με κατάψυξη, επιφάνειας μερικών τετραγωνικών μέτρων. Μπορεί να μην πουλούσε σε χονδρεμπόρους στην Αθήνα δεκάδες χιλιάδες αρνιά και κατσίκια κάθε χρόνο, όπως έκανε για δεκαετίες με τον πατέρα και τον αδερφό του, αλλά έστελνε όσα μπορούσε, με κριτήριο το να μη ρισκάρει κάποιο «γύρισμα της αγοράς». Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν εξοφλήσει με τη μητέρα μου το δάνειο που είχε πάρει 30 χρόνια πριν, τότε που τους έκαναν δολιοφθορά στα φορτηγά ψυγεία και είχε αποφασίσει να «μείνει μακριά από μεγάλες συγκινήσεις»…
Μετά από αυτήν την καταστροφή της δεκαετίας του ’50, το επιχειρηματικό του μοντέλο στο συγκεκρίμενο θέμα ήταν απλό και συντηρητικό: «Να πουλήσω τα αρνιά με μικρό ή και ελάχιστο κέρδος, χωρίς να ρισκάρω να μου μείνουν απούλητα. Στόχος μου είναι να κρατήσω το δέρμα ως κέρδος, για να το εμπορευτώ χωρίς άγχος». Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν για πολλά χρόνια…
Η: «Μα, μπαμπά, πουλάς αρνιά, για να σου μείνουν τα δέρματα; Σα να πουλάς ελιές, για να κερδίσεις από το βάζο που τις συσκευάζεις» τον ρώτησα κάποια μέρα στο κρεοπωλείο, σε ένα διάλειμμα από τη δουλειά…
Π: «Το αρνί είναι ευπαθές προϊόν. Σήμερα έχει αξία, σε λίγες μέρες το πετάς και γράφεις ζημία. Το δέρμα αντέχει, μπορεί να αποθηκευθεί. Έχεις τη δυνατότητα να το πουλήσεις με τους όρους σου, στον χρόνο που θέλεις και αυτό είναι μία σημαντική ασφάλεια. Λέγεται διαχειριση ρίσκου. Μειώνω το ρίσκο μου εκεί που μπορώ να πάθω κακό και «τζογάρω» εκεί που παίζω με τους όρους μου. Άλλωστε όλα αυτά έχουν στόχο το επιπλέον κέρδος, δεν περιμένουμε να ζήσουμε από τα αρνιά και τα δέρματα! Να μην πάθουμε ζημιά, να μη χάσουμε θέλω, για να μπορέσουμε μετά να κερδίσουμε με την ησυχία μας».
Η ανησυχία
Μπορεί ο πατέρας μας να διατηρούσε το απίστευτο χιούμορ του και να ήταν με το χαμόγελο στα χείλη όλη μέρα στη δουλειά, όμως με τον καιρό καταλάβαμε με τον Γρηγόρη πως κάτι τον απασχολούσε με τα περίφημα δέρματα από τα αρνιά και τα κατσίκια… τον είχαμε ακούσει ένα βράδυ να συζητάει με τη μητέρα μας και να απορεί…
Π: «Σοφία, τόσες φορές πήρα τηλέφωνο τον Κώστα τον μεσίτη από την Αθήνα, για να έρθει να αγοράσει τα δέρματα… κάτι συμβαίνει… δεν είναι λογικό… πέρασαν πέντε χρόνια από την τελευταία πώληση… θα αρχίσουμε να έχουμε πρόβλημα αποθήκευσης…»
Τα δέρματα κατέληγαν σε μία αποθήκη που είχε ένας θείος μας λίγο έξω από την Κατερίνη και αυτή είχε πια γεμίσει… όταν κάποια στιγμή ρωτήσαμε τον πατέρα μας για το θέμα, μας είπε πως σκεφτόταν να νοικιάσει και μία δεύτερη. Μας καθησύχασε πως όλα ήταν υπό έλεγχο και ήταν μία από τις σπάνιες φορές που δεν μας έπεισε για αυτό…
Μάρτιος 1995. Ο μεσίτης
Εκείνα τα χρόνια οι σχετικές αγοραπωλησίες γίνονταν μέσα από τους ελάχιστους μεσίτες που ήταν εξειδικευμένοι στο θέμα. Ο πατέρας μας πρέπει να τους ήξερε όλους και είχε προσπαθήσει να συνεργαστεί με τον πιο σοβαρό από αυτούς, με τον οποίο είχαν κοινούς φίλους και συστάσεις, ενώ είχαν συναντηθεί και από κοντά σε κάποια παρέα χονδρεμπόρων. Από τα συμφραζόμενα είχα καταλάβει πως πρέπει να υπήρχε ένας ακόμη σοβαρός μεσίτης που όμως ο πατέρας μου δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί του, ενώ οι περισσότεροι άλλοι ήταν «μόνο για να σε μπλέξουν»…
Μπήκε ο Μάρτιος, πέρασε η Καθαρά Δευτέρα (άρα μειώθηκε η δουλειά) και ο πατέρας μας άρχισε να κάνει αυτό που συνήθιζε τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου. Είχε ξεκινήσει η νηστεία, η δουλειά έπεφτε στο μισό για ολόκληρες εβδομάδες και τις καθημερινές μετά τις 12.00 το μεσημέρι συνήθιζε να… αφήνει μόνη τη μητέρα μου στο κρεοπωλείο και πήγαινε βόλτα στο κέντρο… να «κόψει κίνηση», να συζητήσει, να ανταλλάξει απόψεις, να… μαλώσει για την πολιτική!
Όπως ξεκίνησε τη βόλτα του στο κέντρο της Κατερίνης μία Τρίτη που ψιχάλιζε, είδε ξαφνικά μπροστά του τον Κώστα, τον μεσίτη που έψαχνε και δεν κατάφερνε να συναντήσει για πέντε ολόκληρα χρόνια! Με το που τον αντιλήφθηκε, έτρεξε προς αυτόν, του έκανε «επίθεση αγάπης» και σχεδόν τον απήγαγε, για να πάνε να φάνε σουβλάκια στον «Γιαρούμ Αγά» («μικρό αγά»), που ανήκε σε έναν μακρινό ξάδερφό του. Διάλεξε το πιο «αθέατο» τραπέζι, πίσω…
Παναγιώτης: «Μα καλά, Κώστα, γιατί δεν έρχεσαι να μιλήσουμε όλα αυτά τα χρόνια; Τι ακριβώς έχει συμβεί;»
Κώστας: «Ξέρεις, είχα δουλειά… δεν μπόρεσα… δεν έτυχε…»
Ο πατέρας μου του έβαλε στην τσέπη δύο πεντοχίλιαρα και του ζήτησε να αφήσει τις βλακείες κατά μέρος. Τότε ο Κώστας άρχισε να κελαηδάει…
Κ: «Στην Κατερίνη έρχομαι κάθε τρεις ως έξι μήνες. Πριν μερικά χρόνια ήρθα και σε έψαξα, αλλά έπεσα πάνω σε κάποιον ανταγωνιστή σου που μάλλον δεν σε χωνεύει. Αυτός μου έδωσε λεφτά για να μη σου μιλήσω και να πω στα εργοστάσια ότι δεν έχεις δέρματα. Συνεχίζει να μου δίνει κάθε φορά που σε ψάχνω για αυτόν τον λόγο. Έτσι περνάω από εδώ δύο τρεις φορές κάθε χρόνο, για να πάρω το μεροκάματο που είναι και καλό».
Π: «Έρχεσαι και του λες ψέματα πως θέλεις να αγοράσεις δέρματα, μόνο για να πάρεις τα λεφτά;»
Κ: «Γιατί όχι; Στον δρόμο για Θεσσαλονίκη είστε εδώ, μια χαρά με βολεύει».
Π: «Έχω μαζέψει δέρματα πέντε χρόνων και θέλω να τα πουλήσω. Πες μου πώς μπορούμε να το κάνουμε».
Κ: «Δεν μπορούμε, αλλά και δεν σε συμφέρει. Οι τιμές θα ανέβουν, όλοι λένε πως θα έρθουν μεγάλες παραγγελίες από το εξωτερικό. Περίμενε μερικούς μήνες, θα βγεις κερδισμένος».
Π: «Θέλω να πουλήσω τώρα και να πάρω τώρα τα κέρδη μου. Στο μέλλον αν μου χαλάσουν κάποια δέρματα, θα χάσω τα λεφτά, ενώ αν γυρίσει η αγορά και πέσουν οι τιμές, θα μείνω με τα δέρματα στο χέρι…»
Κ: «Σε καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορώ. Ο άλλος εδώ στην πόλη σου μου δίνει κάθε χρόνο το κέρδος που θα έβγαζα αν όντως αγόραζα δέρματα από εδώ. Δεν θέλω να το χάσω και αυτός μάλλον είναι θυμωμένος μαζί σου».

ΕΛΛΑΔΑ, 2026. ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, ΑΚΙΝΗΤΑ, ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Πάρε ξανά Προβάδισμα Γνώσης! Πέτυχε τους στόχους σου!
- Πώς να επενδύσω 20.000 – 100.000 Ευρώ
- Όλα όσα πρέπει να ξέρεις για τα ακίνητα το 2026!
- Για πρώτη φορά: Ειδικό Workshop για τα Οικόπεδα!
- Ζωντανές ψηφοφορίες και networking
Η πρόταση
Ο άνθρωπος που πλήρωνε τον μεσίτη για να μην παίρνει τα δέρματα τυ πατέρα μου ήταν ένας σοβαρότατος κύριος που είχε θυμώσει με άλλο μέλος της ευρύτερης οικογένειάς μας. Ενώ δεν είχε τίποτε με τον πατέρα μου, μάλλον είχε αποφασίσει να «τιμωρήσει όποιο μέλος της οικογένειας βρέθηκε μπροστά του, με όποια ευκαιρία μπορούσε». Μία μορφή «κρητικής βεντέτας» για ένα ζευγάρι, που δεν κατέληξε σε όπλα και αίματα, αλλά σε μίσος και οικονομικές ζημιές…
Ο πατέρας μου ήξερε το πρόβλημα, είχε προσπαθήσει να το επιλύσει, αλλά δεν αφορούσε τον ίδιο και δεν είχε τη δυνατότητα να το πετύχει. Έτσι ανάμεσα σε σουβλάκια, σουτζουκάκια και έναν μεσίτη που βιαζόταν να φύγει, του ήρθε μία ιδέα…
Π: «Πάνε και πες του ότι σε βρήκα στον δρόμο και σε πιέζω πολύ. Πες του ότι έχω ανάγκη και ενώ εγώ σου ζήτησα την κανονική τιμή, εσύ για να με ξεφορτωθείς μου είπες πως μόνο μισοτιμής θα μου τα πάρεις».
Κ: «Και να το πω, θα δει τα τιμολόγια, ξέρει και τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου στην Αθήνα».
Π: «Δώσε μου το τηλέφωνο του εργοστασιάρχη να του μιλήσω και άστο πάνω μου…»
«Μην πουλάς!»
Ο μεσίτης έφυγε και ο πατέρας μου ξεκίνησε τα τηλέφωνα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου τον ήξεραν σχεδόν όλοι (στα μέσα της δεκαετίας του 2000 βρέθηκα στη Βαρβάκειο Αγορά στην Αθήνα και όταν είπα το επίθετό μου οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας εκεί ήξεραν ποιανού γιος είμαι και μου είπαν πολλά για τον πατέρα μου).
Όλοι στο τηλέφωνο του έλεγαν το ίδιο πράγμα:
– «Μην πουλάς! Μην είσαι κορόιδο! Ετοιμάζεται μεγάλη ανοδική κίνηση! Λένε πως οι Γάλλοι θα μαζέψουν όλα τα δέρματα που υπάρχουν στην Ελλάδα, έχουν κάτι εργοστάσια με είδη πολυτελείας! Και φέτος να μην τα πάρουν, θα τα πάρουν του χρόνου! Και του χρόνου να μην είναι, περίμενε άλλη μία χρονιά και θα πουλήσεις σε διπλάσια τιμή! Εγγυημένα!»
Συζήτησε το θέμα με τη μητέρα μου…
Π: «Όλοι μου λένε να μην πουλήσω, για να κερδίσουμε περισσότερα. Όμως εγώ μετά από τόσα χρόνια τώρα τον βρήκα τον μεσίτη και ίσως τώρα έχω μία ευκαιρία να πουλήσω και να πάρουμε τα λεφτά».
Σ: «Κάνε ό,τι θέλεις. Είμαστε όλοι στο πλευρό σου, είτε αποδειχθεί σωστή η επιλογή σου, είτε όχι» του είπε η μητέρα μου (σκέψου λίγο πως μία «μη γνώμη» μπορεί να κάνει κάποιον να νιώσει ότι βγάζει φτερά…)
Η απόφαση
Ο Κώστας πέρασε από την Κατερίνη τη Μεγάλη Εβδομάδα, μάλλον για να «πάρει το δώρο του». Τον θυμάμαι προσωπικά να έρχεται στο κρεοπωλείο μας και να μιλάει με τον πατέρα μου στην άκρη. Μεταγενέστερα έμαθα και τι περίπου συζήτησαν…
Κ: «Πλέον δεν έχω πρόβλημα να με δουν δημόσια μαζί σου. Είπα στον άλλον ότι με παρακαλάς κλπ, να έβλεπες τη χαρά του! Όμως θέλω να σου πω κάτι άλλο: Παναγιώτη, εσύ έχεις τεράστια εμπειρία. Μην κάνεις καμιά χαζομάρα και πουλήσεις τα δέρματα τώρα! Η αγορά πάει σε έλλειψη και οι τιμές αναμένεται να εκτοξευθούν! Θα τα κονομήσεις χοντρά, άκου με που σου λέω! Εμπιστέψου με και εγώ θα σου τα πάρω όλα του χρόνου με +40% παραπάνω!»
Π: «Κώστα, θα σου δώσω τα διπλά από αυτά που παίρνεις κανονικά. Θέλω να πληρωθώ αμέσως, για αυτό και θα μειώσω την τιμή 3%. Αυτό θα πεις στο εργοστάσιο πως το πέτυχες μόνος σου και θα ζητήσεις να κόψουμε δύο τιμολόγια, με 50% του ποσού στο καθένα. Θα δείξεις στον άλλον εδώ στην Κατερίνη ότι μου τα πήρες κοψοχρονιά και δεν θα ξέρει για το δεύτερο τιμολόγιο. Θέλω όμως να τα πάρεις όλα».
Κ: «Παναγιώτη, όλοι ανεβάζουν τις τιμές τους! Μην το κάνεις! Θα χάσεις λεφτά!»
Π: «Θέλω να κλείσω τη θέση που έχω και να καθαρίσω το στοκ μου. Λεφτά κερδίζεις πραγματικά όταν πουλάς και βάζεις στο παντελόνι το κέρδος. Και όταν όλοι είναι σίγουροι για κάτι, εμένα μου μπαίνουν ψίλοι στα αυτιά»
Η φόρτωση
Το θυμάμαι σαν όνειρο… ήταν Μάιος και είχε ήδη πάνω από 30 βαθμούς… ο πατέρας μας πήρε ταξί (ποτέ του δεν οδήγησε) και όλοι μαζί ξεκινήσαμε για την αποθήκη. Νομίζω θα φορτώναμε Σάββατο και Κυριακή, τελικά προέκυψε και η Δευτέρα. Πριν καν φτάσουμε η μυρωδιά μου «έσπασε» τη μύτη…δέρματα και ναφθαλήνη.
Για τις επόμενες τρεις μέρες και τα τρία αδέρφια ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ στην αποθήκη, μαζί με τους εργάτες που είχε φέρει ο Κώστας… Φορτώναμε, ντανιάζαμε, κουβαλούσαμε, επιβλέπαμε για να μη μας κλέψει κάποιος… ιδρωμένοι, μέσα στα δέρματα και τις ναφθαλίνες, με αποπνικτική ζέστη, όμως και οι τρεις μας περήφανοι που βοηθούσαμε τον πατέρα μας και σε αυτό!
Εννοείται πως εκείνες τις τρεις μέρες τον είδαμε να καταγράφει τα πάντα, να μετράνε μαζί με τον Κώστα τα κομμάτια, να μαλώνουν κάποιες στιγμές, να τα βρίσκουν ξανά και να δίνει εντολές για ποια παρτίδα ήταν έτοιμη προς μεταφορά έξω από τη μεγάλη αποθήκη…
Θυμάμαι τον Κώστα να αναφέρει συνέχεια τους Άγιους Ανάργυρους… τη νταλίκα που περίμενε έξω από την αποθήκη… τους εργάτες που περίμεναν εκεί να τους πάμε τα δέρματα και βρωμούσαν σαν ασβοί (όπως και εμείς). Θυμάμαι το καμάρι που ένιωθα για το ότι και τα τρία αδέρφια ήμασταν στη μάχη, έχοντας ηλίκιες 19, 18 και 15 χρονών. Θυμάμαι τον πατέρα μου να φωνάζει στον Κώστα και μετά να γυρνάει προς εμάς και να μας κλείνει το μάτι…
Νομίζω πως ξεβρωμίσαμε περίπου μία εβδομάδα αφού τελειώσαμε τη δουλειά εκεί και μετά από… δεκάδες μπάνια τα οποία μας επέβαλλε η μητέρα μας να κάνουμε.
Για άλλους η ιδέα του να δουλέψεις σε κρεοπωλείο φαντάζει δύσκολη. Για εμάς που το είχαμε συνηθίσει και μας άρεσε, ήταν κάτι εύκολο. Δύσκολη αλλά… «συναρπαστική» αποφασίσαμε ομόφωνα πως ήταν η εμπειρία στην αποθήκη με τα δέρματα, για αυτό και μετά την ολοκλήρωση της φόρτωσης είπαμε και οι τρεις στον πατέρα μας ότι αν είχε και άλλα δέρματα προς πώληση, με χαρά θα τα κουβαλούσαμε και αυτά!
Τα παιχνίδια της ζωής…
Ο Κώστας τήρησε τη συμφωνία με τον πατέρα μας. Εισπράξαμε τα χρήματά μας γρηγορότερα από κάθε άλλον. Στην Κατερίνη ο θυμωμένος με την ευρύτερη οικογένειά μας κύριος διέδωσε πως «ο Παπαγεωργιάδης δεν έχει λεφτά και πούλησε κοψοχρονιά τα δέρματά του». Ο Αθηναίος με το εργοστάσιο πρέπει να πίστεψε πως πραγματικά κορόιδεψε τον πατέρα μας, όπως κατάλαβα από μία συνομιλία τους που μας μετέφερε…
Έτσι τα λεφτά μπήκαν άμεσα στον τραπεζικό λογαριασμό της οικογένειας. Και μετά…
Στα τέλη Ιουνίου καταλάβαμε ότι ο πατέρας μας είχε ένα μεγάλο πρόβλημα με την καρδιά του, κάτι που δεν του έδινε σημάδια ως τότε λόγω του σακχάρου που είχε… τον Ιούλιο μάθαμε ότι η κατάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή… τον Αύγουστο, την ημέρα των γενεθλίων μου, κρίθηκε αναγκαίο να χειρουργηθεί αμέσως, όμως αυτός το καθυστέρησε για τον Σεπτέμβριο, αρνούμενος να πάει στην Αγγλία, όπου ο ξάδερφός μας εκεί είχε κανονίσει να δει τον ίδιο τον περίφημο Γιακούμπ (αυτόν που είχε εγχειρήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου)…
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1995, την ημέρα των γενεθλίων του, παρά τη «δύσκολη αλλά πετυχημένη» 11ωρη χειρουργική επέμβαση που προηγήθηκε, ο πατέρας μας πέθανε, μάλλον λόγω ενός λάθους που έκανε μία άπειρη νοσοκόμα σε ακριβό ιδιωτικό νοσοκομείο…
Η μητέρα μας και τα τρία αδέρφια συνεχίσαμε ενωμένοι και κρατήσαμε το κρεοπωλείο (ενώ παράλληλα με τον Γρηγόρη ξεκινήσαμε και τη δουλειά μας στο marketing). «Μία γυναίκα και τρία παιδιά» όπως έλεγαν κάποιοι…
Η «μεγάλη άνοδος των τιμών στα δέρματα» δεν υλοποιήθηκε ποτέ… το αντίθετο, όλοι είχαν κρατήσει τα δέρματα για να τα πουλήσουν σε μεγαλύτερη τιμή και όταν κατάλαβαν πως δεν υπήρχε η ζήτηση, τότε οι τιμές έπεσαν…
Αν ο πατέρας μας δεν πουλούσε τα χιλιάδες δέρματα τον Μάιο, η πιθανότητα να μπορούσαμε εμείς τα παιδιά να βρούμε πελάτη, να πουλήσουμε σε κανονική τιμή και να εισπράξουμε το 100% του ποσού θα ήταν σχεδόν μηδενική…
Χωρίς να το ξέρει, κάνοντας διαχείριση ρίσκου και κατοχύρωση κερδών, ο πατέρας μας ουσιαστικά μας αποχαιρέτησε αφήνοντάς μας μία σημαντική παρακαταθήκη (που φυσικά θα δίναμε με χαρά πίσω, για να περάσουμε έστω και άλλη μία μέρα μαζί του…)
Πέρασαν 30 χρόνια από τότε… αυτή η εμπειρία μου έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη… τα επόμενα χρόνια έζησα την έκρηξη του Χρηματιστηρίου και το σκάσιμο της φούσκας το 1999, στη συνέχεια την παγκόσμια κρίση και την κατάρρευση των αγορών το 2008 και το 2009, αλλά φυσικά και τη συνεχόμενη άνοδο από τότε… Σήμερα ο μέσος επενδυτής έχει τη βεβαιότητα πως ξέρει τι θα γίνει στην αγορά, μάλιστα κάποιοι σου λένε με βεβαιότητα και ποιον μήνα θα ανέβουν ή θα πέσουν οι τιμές…
Απέναντι σε όλα αυτά, θα σου προτείνω κάπου στην άκρη του μυαλού σου να κρατήσεις και την επιλογή του πατέρα μου να «κατοχυρώσει τα κέρδη του», να πουλήσει και να σιγουρέψει τα λεφτά του, «ρισκάροντας να μην επωφεληθεί από την άνοδο». Δεν σου το προτείνω επειδή στην περίπτωσή μας αυτό συνέβη λίγο πριν τον χάσουμε, αλλά επειδή είναι βασικός κανόνας του επιχειρείν και των επενδύσεων: Κέρδη βγάζουμε όταν αυτά εμφανίζονται στον λογαριασμό μας. Ως τότε είναι απλά «λογιστικές εγγραφές», νούμερα που ανεβοκατεβαίνουν…
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Και μην ξεχνάς: Μαζί είμαστε πιο δυνατοί
Ο πατέρας μας, Παναγιώτης Η. Παπαγεωργιάδης, πέθανε το 1995, όμως οι περιπέτειες, οι συμβουλές και τα επιχειρηματικά του μαθήματα παραμένουν πάντα στο μυαλό και την καρδιά των τριων μας, του Γρηγόρη, του Νίκου και του υποφαινόμενου. Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο σε αυτόν.
ΥΓ. Οι διάλογοι του κειμένου αυτού, όπως και κάθε άλλου κειμένου μου, έχουν γραφεί με βάση όσα θυμάμαι.
Στο ίδιο θέμα:
“3,5 κιλά κιμά και ένα πιάτο δώρο” (πώς τοποθετούμαστε στο μυαλό του πελάτη μας;)
Ζητάει κάτι ο πελάτης; Βρες το, πρώτος (Το καράβι από την Αργεντινή)
Διατυπώστε την άποψη σας