«Τη μέρα νοικοκύρης, το βράδυ αμαρτωλόςςςς, χαράματα στο σπίτι γυρίζω σαν τρελόςςςςς… το βράδυ ναι το βράδυ… γυρίζω σαν τρελόοοοόςςςς, τη μέρα νοικοκύρης, το βράδυ αμαρτωλόςςςςς».
Να πω ότι «το έχω» με τα σκυλάδικα, ψέματα θα είναι. Δύο φορές έχω πάει στη ζωή μου, μία τότε στην Αθήνα και άλλη μία φορά στις… Βρυξέλλες. Άλλο «μπουζούκια» και άλλο «σκληρό σκυλάδικο», με «τα σκυλιά» του, τους «περίεργους» και άπειρα τραγούδια που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν!
Κοίταξα γύρω μου στο τραπέζι, όλοι απολάμβαναν τη στιγμή, βρίσκονταν σε κατάσταση… μέθεξης. Μελετώντας τους, σκέφτηκα ότι προτιμούσαν αυτού του είδους τα μαγαζιά από τα «κυριλέ μπουζούκια» (που ο Τ απέρριψε μετά βδελυγμίας νωρίτερα). Δεν ήταν ότι ποιος ξέρει τι θα έκαναν εκεί, ήταν περισσότερο η απόλαυση της παρακμής, η φυγή τους από την πραγματικότητα και η βουτιά τους σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό…
Όμως εγώ δεν ένιωθα πως ήμουν «εντός έδρας». Δεν «την έβρισκα» με όλα αυτά. Είχα πάει αφενός γιατί μου το είχε ζητήσει ο Τ, αφετέρου για να συναντήσω τον περίφημο «Κινέζο». Κατά τις 02.30 το πρωί έσκασε μύτη ο λεγάμενος και σηκώθηκε όλο το τραπέζι για να τον χαιρετήσει, με έναν σεβασμό που μου προξένησε εντύπωση. Ο «Κινέζος» ήταν μετρίου αναστήματος, με αραιά μαλλιά που τα έπιανε κοτσίδα. Η επιδερμίδα του ήταν εμφανώς ταλαιπωρημένη και στα χείλη του κρέμονταν το πιο λεπτό τσιγάρο που είχα δει ως τότε στη ζωή μου. Φορούσε ένα γιλέκο και ένα πουκάμισο πάνω από το τζην παντελόνι του και με το που κάθισε, γρήγορα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του ένα πλατύ χαμόγελο. Ένιωθε ωραία στην παρέα, ένιωθε στο περιβάλλον του.
Ενδιαφέροντα όλα αυτά, όμως πώς να μιλήσεις με άνθρωπο όταν η μουσική είναι στη διαπασών. Με το ζόρι κατάφερα να ρωτήσω τον Τ για το πότε θα καθίσουμε να τα πούμε με τον «Κινέζο».
– «Στον πατσά» μου είπε και αποφάσισα να περιμένω να φτάσει η ώρα «του πατσά»…
…
Αθήνα, 2002. Λίγους μήνες μετά την είσοδο του Ευρώ
To 2000 ήταν μία χρονιά πολύ δύσκολη για τον αδερφό μου και εμένα. Όταν διαπίστωσα ότι με είχαν δουλέψει σε ένα νέο επιχειρηματικό project, προτίμησα να φύγω, χάνοντας τεράστια ποσά (για τα δικά μας δεδομένα) και ουσιαστικά είχαμε βρεθεί σε δεινή οικονομική κατάσταση. Με άπειρη δουλειά και ακόμη περισσότερη σκέψη και στρατηγική, καταφέραμε σιγά σιγά να αρχίσουμε να βγαίνουμε από «το πηγάδι» και να στεκόμαστε στα πόδια μας, με το 2002 να είναι η πρώτη μας πολύ καλή χρονιά, σε όλα τα επίπεδα. Είχαμε ήδη κάνει αρκετά βήματα για να βγούμε από τα όρια της Κατερίνης και είχαμε καταφέρει να αποκτήσουμε τους πρώτους μας πελάτες στη Θεσσαλονίκη, τη Βόρεια Ελλάδα, ακόμη και την Αθήνα. (Σήμερα με το internet και την τεχνολογία αυτό είναι πολύ πιο εύκολο. Προ internet, το να ξεκινήσεις από μία μικρή πόλη, να κρατήσεις εκεί την έδρα σου και να σε πάρουν στα σοβαρά υποψήφιοι πελάτες στην πρωτεύουσα της χώρας ήταν τρομακτικά πιο δύσκολο).
Όμως στο δικό μου το μυαλό όλα όσα κάναμε δεν ήταν αρκετά… Ήθελα να μεγαλώσουμε υγιώς και κάτι τέτοιο μου φάνταζε πολύ δύσκολο στην Ελλάδα… Επίσης, όλο αυτό ήθελα να γίνει με σωστό τρόπο, χωρίς «βλακείες» κάθε είδους. Προσπαθούσα να σκεφτώ διαφορετικά, «out of the box» που λέμε και στην Κατερίνη ( = έξω από τα συνηθισμένα πλαίσια), όμως δεν είχα ούτε αρκετά ερεθίσματα, ούτε και κάποια «πυξίδα».
Ολα αυτά μέχρι να ακούσω κάποια στιγμή σε μία κουβέντα τον φίλο μου τον Τ να μιλάει με θαυμασμό για τον «Κινέζο»…
«Η κονόμα» από την έλευση του Ευρώ και ο «Κινέζος»
Ο Τ ασχολούνταν με τα ρούχα, κυρίως τη χονδρική τους. Ήξερε κόσμο σε όλη την Ελλάδα, είχε πολλές γνώσεις στο αντικείμενο, γυρνούσε και στα πανηγύρια, όπου έκανε λιανική. Ένας πανέξυπνος νέος, «έξω καρδιά» και κύριος στις συναλλαγές του. Κάποια φορά που είχαμε βγει έξω για να φάμε, μου εξηγούσε γελώντας για το πώς η αλλαγή του νομίσματος από δραχμή σε Ευρώ είχε βοηθήσει τους εμπόρους ρούχων να βγάλουν πολλά χρήματα…
– «Μιλάμε για τρελή κονόμα… όλοι βαράνε τις τιμές όπου θέλουν και ο κόσμος αγοράζει χωρίς να καταλαβαίνει τι του γίνεται… περιουσίες κτίζονται αυτούς τους μήνες, να ξέρεις…»
Η: «Μα κανείς δεν ασχολείται να υπολογίσει τις διαφορές; Υποτίθεται πως η κυβέρνηση προσπαθεί να τους εκπαιδεύσει»
– «Ρε Ηλία… ρομαντικέ μου Ηλία… επειδή στην τηλεόραση στον Παπαδάκη βγαίνει ένας με «ξύλινο» λόγο και λέει δέκα πράγματα, νομίζεις ότι ο κόσμος καταλαβαίνει και ασχολείται;»
Η: «Μα είναι το συμφέρον τους να καταλάβουν…»
– «… και εσύ πιστεύεις πως οι περισσότεροι κάνουν αυτό που πραγματικά τους συμφέρει; Έχουν στο μυαλό τους μία εικόνα, στα μαθηματικά δεν είναι καλοί, πάνε στο περίπου, κατ’ εκτίμηση…»
Η: «Η συνταγή της καταστροφής»
– «Για αυτούς ναι, αλλά για τους πελάτες μου όχι! Αν κάτι έκανε 2.500 δραχμές…»
Η: «7,33 Ευρώ»
– «Ναι, καλά… αν έκανε 2.500 δραχμές, όλοι το βαράνε προς τα πάνω»
Η: «Στα 10;»
– «Στα 20 – 25 Ευρώ το βαράνε, μιας και οι 2.500 και το 25 έχουν αρκετά συνάφεια»
Η: «Και αν τους καταλάβει κάποιος;»
– «Του κάνουν έκπτωση και κατεβάινουν στα 15 – 17, με τον πελάτη να νιώθει πως πήρε μεγάλη έκπτωση και σίγουρα κέρδισε από την αγορά του».
Η: «Ωραία όλα αυτά, όμως εγώ δεν ψάχνω τέτοια λεφτά. Εμένα με ενδιαφέρει να μάθω να σκέφτομαι διαφορετικά και να εντοπίζω τις ευκαιρίες, όχι να κάνω τέτοιες «ομορφιές» μέχρι να με πιάσουν».
– «Νόμιμες είναι…»
Η: «Το ξέρω, δεν είπα ότι είναι παράνομες. Απλά δεν είναι αυτό που ψάχνω εγώ για να εκπαιδεύσω το μυαλό μου…»
– «Λοιπόν, φίλε, εσύ πρέπει να μιλήσεις με τον «Κινέζο», ναι, αυτός σου χρειάζεται»
Η: «Ο Κινέζος; Ποιος είναι πάλι ετούτος;»
– «Ένας παλιός βιοτέχνης ρούχων, που χρεωκόπησε, έφυγε στην Κίνα και εκεί έβγαλε λεφτά. Τα υπόλοιπα πέστα μαζί του, με αυτόν πρέπει να μιλήσεις».
Η: «Οκ, πότε μπορούμε να το κανονίσουμε;»
– «Θα πάμε στην Αθήνα;»
Η: «Πάμε, έχω και εγώ δουλειές…»
– «… και εγώ θα κανονίσω να δεις τον «Κινέζο»
Πες μου την ιστορία σου.
Έχεις κάποια αληθινή ιστορία που πιστεύεις ότι αξίζει να διηγηθώ;
Γράψε μου για να τα πούμε!Πες μου τι σκέφτεσαι!
Ένα «ιδιαίτερο» μέρος για να λάβει κάποιoς επιχειρηματικές συμβουλές…
Πράγματι πήγαμε στην Αθήνα μαζί με τον Τ. Τις πρώτες δύο μέρες έκαστος ασχολήθηκε με τα θέματά του και την Παρασκευή το βράδυ «κανόνισα να πάμε να δεις τον «Κινέζο», του μίλησα για σένα, είπε ότι θα είναι χαρά του να συζητήσετε».
Μιας και κατέβαινα στην Αθήνα από 18 ετών, είχα ήδη γνωρίσει αρκετά πράγματα σχετικά με τη νυχτερινή της ζωή. Όχι όμως και τα «σκυλάδικα»…
Όταν φτάσαμε κοντά στο «μαγαζί», αναγνώρισα το σημείο. Λίγα χρόνια νωρίτερα η περιοχή είχε τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας λόγω μίας κατάστασης ομηρείας μέσα σε λεωφορείο…
– «Έλα, ρε μ…., εσύ ακούς και ξένα και ελληνικά. Ελληνική μουσική θα ακούσεις και εδώ, μη μου στραβώνεις το στόμα που ήρθαμε, θα δεις κάτι νέο, διαφορετικό» μου είπε ο Τ, βλέποντας ότι δεν είχα ενθουσιαστεί με την όλη κατάσταση… στη συνέχεια με γνώρισε με άλλους δύο φίλους του από τον χώρο των ρούχων και ξεκινήσαμε για να μπούμε μέσα…
«Τέσσερις θα είμαστε, λογικά δεν κινδυνεύω. Θα διαλέξω θέση με πλάτη στον τοίχο, όπως μου έμαθε ο πατέρας μου, θα περιμένω να δω τον «Κινέζο» και μετά θα του προτείνω να βγούμε έξω για να τα πούμε με ησυχία» σκέφτηκα καθώς έμπαινα τελευταίος στον χώρο, ενώ ήδη η μουσική που «ξεχείλιζε» από αυτόν ήταν εκκωφαντική…
Η εμφάνιση του «Κινέζου»
«Τη μέρα νοικοκύρης, το βράδυ αμαρτωλόςςςς, χαράματα στο σπίτι γυρίζω σαν τρελόςςςςς… το βράδυ ναι το βράδυ… γυρίζω σαν τρελόοοοόςςςς, τη μέρα νοικοκύρης, το βράδυ αμαρτωλόςςςςς».
Να πω ότι «το έχω» με τα σκυλάδικα, ψέματα θα είναι. Δύο φορές έχω πάει στη ζωή μου, μία τότε στην Αθήνα και άλλη μία φορά στις… Βρυξέλλες. Άλλο «μπουζούκια» και άλλο «σκληρό σκυλάδικο», με «τα σκυλιά» του, τους «περίεργους» και άπειρα τραγούδια που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν!
Κοίταξα γύρω μου στο τραπέζι, όλοι απολάμβαναν τη στιγμή, βρίσκονταν σε κατάσταση… μέθεξης. Μελετώντας τους, σκέφτηκα ότι προτιμούσαν αυτού του είδους τα μαγαζιά από τα «κυριλέ μπουζούκια» (που ο Τ απέρριψε μετά βδελυγμίας νωρίτερα). Δεν ήταν ότι ποιος ξέρει τι θα έκαναν εκεί, ήταν περισσότερο η απόλαυση της παρακμής, η φυγή τους από την πραγματικότητα και η βουτιά τους σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό…
Όμως εγώ δεν ένιωθα πως ήμουν «εντός έδρας». Δεν «την έβρισκα» με όλα αυτά. Είχα πάει αφενός γιατί μου το είχε ζητήσει ο Τ, αφετέρου για να συναντήσω τον περίφημο «Κινέζο». Κατά τις 02.30 το πρωί έσκασε μύτη ο λεγάμενος και σηκώθηκε όλο το τραπέζι για να τον χαιρετήσει, με έναν σεβασμό που μου προξένησε εντύπωση. Ο «Κινέζος» ήταν μετρίου αναστήματος, με αραιά μαλλιά που τα έπιανε κοτσίδα. Η επιδερμίδα του ήταν εμφανώς ταλαιπωρημένη και στα χείλη του κρέμονταν το πιο λεπτό τσιγάρο που είχα δει ως τότε στη ζωή μου. Φορούσε ένα γιλέκο και ένα πουκάμισο πάνω από το τζην παντελόνι του και με το που κάθισε, γρήγορα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του ένα πλατύ χαμόγελο. Ένιωθε ωραία στην παρέα, ένιωθε στο περιβάλλον του.
Ενδιαφέροντα όλα αυτά, όμως πώς να μιλήσεις με άνθρωπο όταν η μουσική είναι στη διαπασών. Με το ζόρι κατάφερα να ρωτήσω τον Τ για το πότε θα καθίσουμε να τα πούμε με τον «Κινέζο».
– «Στον πατσά» μου είπε και αποφάσισα να περιμένω να φτάσει η ώρα «του πατσά»…
(Αν είσαι «μερακλής» και ενδιαφέρεσαι, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ τέσσερις εκτελέσεις του συγκεκριμένου άσματος… προσεκτικά με την ώρα που θα τις ακούσεις, λέω εγώ)
Ο «Κινέζος» και η διαδρομή του
Νομίζω πως έχω το γνώθι σαυτόν και ξέρω ότι έχω πολλές αμαρτίες σε αυτή τη ζωή, ακόμη περισσότερα λάθη και ανθρώπους που στεναχώρησα (συνήθως λέγοντάς τους την αλήθεια). Εκείνο το βράδυ υποθέτω ότι όλοι μαζί συνομώτησαν και με καταράστηκαν να υποστώ ένα αναπάντεχο μαρτύριο…
Πόσες ώρες μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος ακούγοντας «βαρειά σκυλάδικα» για πρώτη φορά στη ζωή του (ειδικά ένας σαν εμένα, που δεν πίνει αλκοόλ); Θυμήθηκα πως είχα διαβάσει ότι στην εποχή της ΕΟΚΑ στην Κύπρο οι Άγγλοι έπαιρναν τους φυλακισμένους Κύπριους βόλτα με το αμάξι, οδηγούσαν επικίνδυνα, τους ζάλιζαν, τους ανακάτευαν το στομάχι και οι κρατούμενοι ομολογούσαν ό,τι δεν είχαν πει με βασανιστήρια. Σκέφτηκα πως αν κάποιος ήθελε να με βασανίσει, αρκούσε να με βάλει σε ένα σκυλάδικο για 3 – 4 ώρες. Θα μαρτυρούσα και όσα δεν ήξερα…
Τα κινητά τότε δεν είχαν κάτι άλλο εκτός από μηνύματα και κλήσεις, τα τραγούδια οριακά τα καταλάβαινα, η μουσική ήταν σε ντεσιμπέλ που δεν άντεχα, ο «Κινέζος» όμως το απολάμβανε και δεν ήθελε να φύγει. Μάλιστα όταν ο Τ κατάλαβε πόσο βασανίζομαι, πρότεινε στην παρέα να αποχωρήσουμε «σιγά σιγά», για να λάβει την απάντηση «οι νέοι να μαθαίνετε και να μην είστε αυθάδεις».
Περασμένες 6 φύγαμε από το «πολιτιστικό κέντρο»… ένιωθα ότι μου κτυπούσαν το κεφάλι με σφυρί, τα ρούχα μου βρώμαγαν τσιγάρο και όχι μόνο, η μύτη με είχε αποχαιρετήσει προ πολλού, τα μάτια έτσουζαν… πηγαίναμε επιτέλους για πατσά (που δεν τρώω)!
Καθίσαμε, παράγγειλαν οι υπόλοιποι και ο Τ μας έκανε τις συστάσεις:
– «Αυτός εδώ ο φίλος μου θέλει να σε γνωρίσει και άντεξε τόσες ώρες εκεί»
Κ: «Αλήθεια; Τι θέλεις να συζήτησουμε, φίλε μου; Γιατί τόση πρεμούρα να κουβεντιάσουμε μαζί;»
Η: «Θέλω να μου πείτε την ιστορία της ζωής σας και πώς φτάσατε εδώ που είστε σήμερα»
Κ: «Εδώ στον πατσά; Στις 7 το πρωί;»
Η: «Δεν ξέρετε πως οι καλύτερες ιστορίες λέγονται ξημερώματα;»
Ο «Κινέζος» με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω… πρέπει να έδειχνα εμφανώς αξιοθρήνητος… χαμογέλασε και ξεκίνησε να μου εξιστορεί, απαντώντας και στις ερωτήσεις που του έκανα…
- Ήταν παλιός βιοτέχνης στον χώρο των ρούχων
- Τον τσάκισαν οι φόροι και τον αποτελείωσαν δύο πελάτες που τον «πιστόλιασαν».
- Καταστράφηκε, βρέθηκε κυριολεκτικά ξεσπιτωμένος, στον δρόμο.
- Πήρε την απόφαση να πάει στην Κίνα και να ξεκινήσει μία δουλειά που τότε δεν ήταν συνηθισμένη: Όπως η αγορά της Κίνας είχε ανοίξει για τη Δύση, χιλιάδες Έλληνες και άλλοι δυτικοί ήθελαν να αγοράσουν προϊόντα από εργοστάσια της Κίνας. Πώς μπορούσαν όμως να είναι σίγουροι ότι οι Κινέζοι θα ήταν σοβαροί; Πώς θα ήξεραν ότι θα τους έστελναν όσα παρήγγειλαν;
- Αυτό το κενό της αγοράς εντόπισε ο «Κινέζος» και το κάλυψε πηγαίνοντας στην Κίνα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Με την εμπειρία του στα ρούχα, έγινε ο άνθρωπος που κάθε εταιρεία πλήρωνε για να πάει στο εργοστάσιο στην Κίνα, να ελέγξει ότι η παραγγελία είχε εκτελεστεί σωστά και να δώσει το πράσινο φως για να γίνει η αποστολή των χρημάτων πριν φύγει το φορτίο.
- Ξεκίνησε ως υπάλληλος εταιρείας, μετά συμφώνησε να γίνει εξωτερικός της συνεργάτης και να αναζητήσει δικούς του πελάτες («αυτοί μου έδωσαν την ευκαιρία να φτάσω στην Κίνα = από τότε που έβγαλα λεφτά, τζάμπα δουλεύω για την πάρτη τους. Βγάζω πολλά από τους άλλους, μου είναι αρκετά. Αναγνωρίζω ποιοι μου έδωσαν την ευκαιρία»).
- Σε λίγα χρόνια είχε καταφέρει να βγάλει νόμιμα τεράστια χρηματικά ποσά, να εξοφλήσει τα χρέη του στην Ελλάδα και να αναζητά πλέον νέες επενδύσεις. Μπορεί να υπήρχαν πολλές ακόμη εταιρείες στον κλάδο, όμως αυτός είχε πολλή δουλειά.
- «Μη φανταστείς όμως ότι αυτό είναι κάτι απλό. Όταν πριν λίγο καιρό υπήρχε η επιδημία SARS, ήμουν υποχρεωμένος να πάω και πάλι στην Κίνα, με κίνδυνο να πεθάνω, όπως πέθαναν πολλοί άλλοι» μου εξήγησε στο τέλος της εξιστόρησης.
Ένας άνθρωπος κατεστραμμένος οικονομικά αποφάσισε να πάει στην άλλη άκρη του κόσμου όχι απλά για να «δουλέψει σκληρά», αλλά για να προσφέρει αυτό που ζητούσε η αγορά, με ένα επιχειρηματικό σχέδιο που είχε τεράστια δυνατότητα ανόδου. Αυτός ήταν ο «Κινέζος» με μία φράση…
Οι πέντε συμβουλές του «Κινέζου»
Απόλαυσα κάθε λέξη της κουβέντας μου με τον «Κινέζο» και τελικά αποφάσισα πως άξιζε να υπομένω και «διπλό βασανιστήριο» για να του μιλήσω. Τον ευχαρίστησα θερμά, του είπα ότι αν χρειαστεί κάτι από εμένα θα είμαι πάντα στη διάθεσή σου, τον ρώτησα αν μπορώ να τον πληρώσω για τις συμβουλές του, όμως αυτός με διαολόστειλε γελώντας και μου είπε ότι με περιμένει στην Κίνα.
Όταν φύγαμε από το πατσατζήδικο και φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας (εκείνα τα χρόνια ήταν το Όσκαρ στον Σταθμό Λαρίσης, ανήκε σε Κατερινιώτη), το πρώτο που έκανα ήταν να αναζητήσω ένα χαρτί και ένα στυλό. Ο Τ μου φώναζε ότι πρέπει να κατέβω για να φύγουμε πίσω στην Κατερίνη, όμως εγώ ήθελα να καταγράψω με ηρεμία τις πέντε συμβουλές που κράτησα από τον «Κινέζο».
1. «Όταν καταστραφείς, προσπάθησε να δείξεις ψυχραιμία»
«Εύκολα το λες, μα δύσκολα το πετυχαίνεις, είναι όμως αναγκαίο. Εγώ βρέθηκα μέσα σε δύο χρόνια από άνετος οικονομικά και με σπίτι σε ακριβή περιοχή, να μείνω άστεγος και να βάλω την οικογένεια στην Κυψέλη. Όμως μετά δεν έκανα σπασμωδικές κινήσεις, ούτε πέρασα τα βράδια βρίζοντας την τύχη μου, αγωνιώντας για το αν θα τα καταφέρω να επιβιώσω ή όχι. Όλα αυτά ήταν ανώφελα, ούτως ή άλλως. Έψαξα να βρω την επόμενη στρατηγική, το επόμενο βήμα μου, γνωρίζοντας ότι θα έπρεπε να κάνω και πολλές υποχωρήσεις, να δουλέψω σκληρά, ίσως και να με εκμεταλλευτούν κλπ. Σημασία έχει να προσπαθήσεις να παραμείνεις ψύχραιμος για να διαλέξεις τον δρόμο σου μετά τη «σφαλιάρα». Αν αγχωθείς / τρελαθείς / αρχίσεις να βρίζεις τον εαυτό σου, έχεις τελειώσει πριν την ώρα σου».
2. «Δεν αρκεί η σκληρή δουλειά, σημασία έχει η σκέψη και η στρατηγική»
«Μου λένε κάποιοι ότι «θα δουλέψω 20 ώρες τη μέρα και θα τα καταφέρω». Κολοκύθια με τη ρίγανη, λέω εγώ! Η δουλειά ακολουθεί το μυαλό! Σημασία έχει να φτιάξεις ένα πλάνο, ένα σχέδιο, να το ελέγξεις, να το διπλοτσεκάρεις, να συλλέξεις πληροφορίες, να καταλάβεις τα πάντα για αυτό και μετά να δουλέψεις σκληρά για να το εκτελέσεις. Το να δουλεύεις πολύ για μία βλακεία, ή κάτι πρόχειρο και επιφανειακό δεν έχει νόημα».
3. «Αναζήτησε το “niche”, τη μικρή αγορά που δεν δίνουν σημασία οι μεγάλοι, αλλά εσύ μπορείς να ξεχωρίσεις σε αυτή»
«Πρώτα από όλα, μην απορρίπτεις όσα ήδη ξέρεις και έχεις μάθει στη ζωή. Προσπάθησε να δεις αν μπορούν να γίνουν οι βάσεις για το επόμενο βήμα σου. Αν θέλεις να κάνεις την έκπληξη και να φύγεις μπροστά, ψάξε τη μικρή αγορά που δεν δίνουν σημασία οι μεγάλοι, το «niche market» που λένε οι ξένοι. Αυτό μπορεί να είναι στην Ελλάδα, μπορεί και στην άλλη άκρη του κόσμου. Εσύ θα αποφασίσεις πόσο πολύ θέλεις να κυνηγήσεις την ευκαιρία, που σίγουρα δεν θα σου προσφερθεί χωρίς δουλειά. Αυτή η μικρή αγορά δεν ενδιαφέρει συνήθως τους μεγάλους, όμως για εσένα μπορεί να είναι υπερ-αρκετή και να σου επιτρέπει να ξεχωρίσεις».
4. «Βγάλε λίγα και επαναλαμβανόμενα από πολλούς, όχι πολλά από λίγους. Αν μπορείς, μείωσε και το ρίσκο σου»
«Όταν πήγα στην Κίνα, όλοι άρχισαν να μου λένε να κάνω εγώ το εμπόριο των ρούχων, αντί να πληρώνομαι για να ελέγχω τα φορτία των άλλων. Αποφάσισα ότι δεν το χρειάζομαι! Γιατί να αφήσω μία δουλειά από την οποία εισπράττω λίγα και σίγουρα λεφτά από δεκάδες πελάτες και να ξαναρχίσω το εμπόριο, παίρνοντας εγώ όλα τα ρίσκα; Δεν χρειάζεται να είμαστε άπληστοι, ούτε να προσπαθούμε να κάνουμε όλοι τα πάντα! Με τα λίγα που παίρνω από κάθε τιμολόγιο, ξανά και ξανά από τον ίδιο πελάτη, έχω καταφέρει να φτιάξει μία συνεχή ροή χρημάτων και συγκεντρώνω πλέον πάρα πολλά χρήματα κάθε μήνα. Ούτε τις τιμές μου ανεβάζω! Άστους να βγάλουν και οι άλλοι κάτι!»
5. Πρόσφερε άριστο service, κάνε τον άλλον να σε εμπιστευτεί
«Μην κάνεις τίποτε μέτριο, δεν αξίζει τον κόπο. Αν θέλεις να κάνεις τη διαφορά, κάνε τον κόσμο να σε εμπιστευτεί, πρόσφερε άριστο service, πες πάντα την αλήθεια και βοήθησέ τον να νιώθει πως οι λέξεις σου είναι αληθινές, ο λόγος σου συμβόλαιο. Και 10 – 20% φθηνότερος να είναι ο ανταγωνιστής σου, οι πελάτες θα πάνε σε αυτόν που νιώθουν σιγουριά, δεν θα ρισκάρουν. Όταν διοικείς επιχειρήσεις, το πρώτο που θέλεις είναι να ξέρεις ότι θα πληρώσεις κάποιον και θα σου κάνει τη δουλειά όπως πρέπει, όπως θέλεις, όπως σου υποσχέθηκε. Αν τον βρεις, δύσκολα τον αλλάζεις. Γίνε σοβαρός και υπεύθυνος και θα τρομάξεις από το πόσο μεγάλη επιτυχία θα έχεις!»
Πέρασαν 20 χρόνια, όμως τα λόγια του «Κινέζου» παραμένουν στο μυαλό μου. Όχι τυχαία, μία από τις δουλειές που έχουμε φτιάξει με τον Γρηγόρη (η ίδρυση εταιρείας στη Ρουμανία και η υποστήριξή της μετά) βασίζεται ακριβώς σε αυτές τις συμβουλές! Τα εντυπωσιακά της αποτελέσματα αποδεικνύουν πως είχε δίκιο, τόσο αυτός όσο και πολλοί άλλοι άνθρωποι που έχω συμβουλευτεί. Δεν είναι η μόνη «συνταγή επιτυχίας», όμως έχει στοιχεία σωστά, που μπορεί να ταιριάξουν σε πολλούς, ανάλογα με τα προσωπικά δεδομένα του καθένα.
Χρειάζεσαι σοβαρή καθοδήγηση για την επιχειρηματική / επενδυτική σου δραστηριότητα;
Κάθε μήνα συμβουλεύω ως 3 άτομα ή εταιρείες που χρειάζονται «μία out of the box προσέγγιση»
Γράψε μου για να μιλήσουμε! (Η υπηρεσία αυτή έχει κόστος)Συχνά μιλώ με ανθρώπους που βρίσκουν τον κόσμο γύρω τους τελματωμένο, χάνουν την ελπίδα και είναι απογοητευμένοι, απελπισμένοι. Σε κάποιους από αυτούς θυμίζω την ιστορία του «Κινέζου», που χρησιμοποίησε στην πράξη την οικονομική του καταστροφή για να ξανασχεδιάσει την επαγγελματική του καριέρα. Καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο να βρεις τον δρόμο σου, ειδικά αν μείνεις στην Ελλάδα του 2022. Όμως αξίζει να το προσπαθήσεις και να σκεφτείς με προσοχή τις συμβουλές κάποιου που το έκανε και τα κατάφερε!
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Φώτης αναφέρει:
Μερικά από τα βήματα του “Κινέζου” τα έκανα για λογαριασμό ελληνικής εταιρείας. Από το 2011 έως το καλοκαίρι του 2014 βρέθηκα στην ΛΔΚ όπου εκτελούσα χρέη αγοραστή και ελεγκτή φορτίου. Τα χρήματα ήταν ικανοποιητικά, η απόσταση από την οικογένεια όμως άνοιγε κάθε μέρα και περισσότερο. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Δεν έφυγα για Κίνα λόγω χρεών απλά αποδέχθηκα μια επαγγελματική πρόταση. Η ευκαιρίες είναι άπειρες στην Ανατολή. Καλή δύναμη.