Η: «Που είσαι εσύ; Που χάθηκες; Είσαι καλά;» τη ρώτησα χαμογελώντας.
– «Ναι, τελικά όμως δεν θα έρθω στη δουλειά…»
Η: «Το κατάλαβα. Γιατί; Σου συνέβη κάτι; Την περασμένη εβδομάδα μου έλεγες ότι έχεις ανάγκη να δουλέψεις και ότι σου αρέσει πολύ να μπεις στην ομάδα μας».
– «Σωστά, αλλά στο μεταξύ προέκυψε μία ευκαιρία…»
Η: «Δηλαδή; Τι ευκαιρία;»
– «Ε να… βρήκα μία άκρη… για να μπω στο δημόσιο χωρίς διαγωνισμό…»
Η: «Χωρίς διαγωνισμό; Είσαι σίγουρη;»
– «Φυσικά! Το έλεγξα το θέμα και έχω την ευκαιρία να μπω… μάλιστα ίσως μπω και πολύ γρήγορα, μέσα στους επόμενους μήνες!»
Η: «Εντάξει, μακάρι, αφού αυτό θέλεις. Τι σε εμποδίζει να δουλέψεις μαζί μας μέχρι να πιάσεις δουλειά στο δημόσιο;»
Άρχισε να γελάει…
– «Μα αφού μπορώ να μπω στο δημόσιο, γιατί να δουλέψω αλλού;»
Η: «Για να πάρεις χρήματα μέχρι να μπεις, να αποκτήσεις εμπειρία, να έχεις μία «πισινή» αν κάτι πάει στραβά με το δημόσιο, να κάνεις άπειρες γνωριμίες, εφημερίδα έχουμε…»
– «… ναι, ναι ξέρω… εντάξει, είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα στον νομό. Και τι έγινε; Εγώ σου λέω ότι σε λίγο θα είμαι διορισμένη, γιατί να τρέχω να δουλεύω δεξιά και αριστερά;»
Η: «Δηλαδή τελικά δεν έχετε σοβαρό οικονομικό θέμα στην οικογένεια, όπως μου έλεγες;»
– «Έχουμε, αλλά θα τα βολέψουμε μωρέ! Θα πάρουμε και ένα δάνειο για να πληρώσουμε και να μπορέσω να μπω στο δημόσιο…»
Η: «… με λάδωμα θα μπεις;»
– «Όχι, άλλοι μπαίνουν με λάδωμα. Εγώ θα μπω αλλιώς, θα δεις… συγνώμη, πρέπει να φύγω, βιάζομαι» είπε και απομακρύνθηκε…
Εγώ έμεινα «άναυδος και… Σόλωνος γωνία» να την κοιτάζω να περπατάει και αποφάσισα να παρακολουθήσω την υπόθεσή της για να δω πώς θα μπει στο δημόσιο χωρίς διαγωνισμό…
…
Κατερίνη, αρχές της δεκαετίας του 2000
Το Χρηματιστήριο στην Αθήνα κατέρρευσε το 1999 και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έχασαν τα χρήματά τους πιστεύοντας ότι είχαν βρει την «κότα που κάνει τα χρυσά αυγά». Μετά για μία περίοδο πολλοί άνθρωποι στον δημόσιο λόγο αλλά και τις συζητήσεις στις παρέες έλεγαν πως η εμπειρία αυτή ήταν τραυματική: «Μετά από αυτό, κανείς δεν θα πιστέψει ξανά ότι υπάρχουν εύκολα λεφτά» έλεγαν διάφοροι, όταν δεν μάλωναν για τις ευθύνες των πολιτικών και τα δικαστήρια που θα έπρεπε να γίνουν…
Τέτοιες βλακείες έλεγα και εγώ, νέος ων και επηρεασμένος από την «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα. Ο συνδυασμός της μεγάλης χρηματιστηριακής «σφαλιάρας» που ολοκληρώθηκε μετά τις εκλογές του 2000 και η προοπτική της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων έκαναν πολλούς ρομαντικούς να πιστέψουν πως πλέον ως λαός θα μπούμε σε διαφορετικό μονοπάτι, θα μάθουμε από τα λάθη μας και θα εκτοξευθούμε.
Καλά ήταν όλα αυτά και εύηχα… όμως εμείς με τον Γρηγόρη δεν μπορούσαμε να βρούμε υπαλλήλους για να προσλάβουμε στη δουλειά μας! Είχαμε τη μεγαλύτερη τοπική εφημερίδα, πληρώναμε καλύτερα από τον ανταγωνισμό, η σκληρή μας δουλειά απέδιδε, όμως κόσμο να δουλέψει δεν βρίσκαμε! Όχι γιατί θέλαμε να μη δουλέψουμε, απλά για να πετύχουμε να δουλεύουμε 55 – 60 ώρες την εβδομάδα ο καθένας, αντί για 80+ (όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι με δικιά τους δουλειά).
Η μόδα του «να δώσω εξετάσεις για το δημόσιο» είχε ξεκινήσει και η κατάσταση ήταν αφόρητη… άπειροι νέοι άνθρωποι απαξιούσαν να εργαστούν και προτιμούσαν να στριφογυρίζουν το καλαμάκι του φραπε στις καφετέριες (τότε δεν υπήρχε ακόμη ο freddo espresso κλπ). Ουσιαστικά τα περισσότερα από τα σχέδια επέκτασης που είχαμε έπρεπε να παγώσουν ή να ακυρωθούν, μιας και δεν εντοπίζαμε σωστούς συνεργάτες, ενώ και όταν βρίσκαμε ανθρώπους, συνήθως ήμασταν άσχετοι και δεν ξέραμε να επιλέγουμε, καταλήγοντας να πέσουμε θύματά τους… φτάσαμε από την Κατερίνη ακόμη και σε γνωστές εταιρείες εύρεσης προσωπικού σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όμως μας έστελναν άσχετους ανθρώπους, απλά για να καλυφθούν νομικά και να δικαιολογήσουν την προκαταβολή (ελπίζω να έχουν αλλάξει από τότε).
Η εξαιρετική υποψήφια
Είχαμε βάλει για πολλοστή φορά αγγελία εύρεσης προσωπικού… είτε δεν κτυπούσε το τηλέφωνο για εβδομάδες, είτε προσλαμβάναμε όποιον έπαιρνε τηλέφωνο, όμως αυτός / αυτή παραιτούνταν μετά από 2 ώρες / 3 μέρες, βλέποντας ότι θα είχε όντως να δουλέψει κανονικά…
Η μία κοπέλα είπε μετά από μισή ώρα ότι της πονάνε τα μάτια μπροστά στον υπολογιστή, την άλλη ήρθε και τη μάζεψε ο πατέρας της (!) επειδή ενώ εμείς της είπαμε να φύγει στο κλείσιμο του 8ώρου, όπως πάντα, αυτή έμεινε άλλα 15 λεπτά και ο περήφανος γονιός ήρθε να την προστατέψει «για να μην πέσει θύμα εκμετάλλευσης» κλπ.
Έτσι όταν τηλεφώνησε μία κοπέλα και είπε ότι θέλει πολύ να δουλέψει, την καλέσαμε αμέσως για συνέντευξη. Ήταν σοβαρή, μετρημένη, της δώσαμε να γράψει κάτι και το έκανε με εξαιρετικό τρόπο, είχε ταλέντο στο γραπτό! Σε μία πόλη όπου οι μισοί άνθρωποι που δημοσιεύουν κείμενα είναι «κακοί στην εκφορά του λόγου» (για να το πω όσο πιο ευγενικά μπορώ), είχε τα φόντα να ξεχωρίσει γρήγορα!
Ο μεγάλος μισθός…
Τη συνέντευξη την έκανα εγώ και όταν μετά διηγήθηκα στον Γρηγόρη τι συζητήσαμε, ο αδερφός μου αυθόρμητα πήρε τον ρόλο του «άπιστου Θωμά»…
Γ: «Άσε με, ρε Ηλία… κουρασμένοι είμαστε… σιγά που θα έρθει και θα κάνει και τη διαφορά…»
Η: «Γρηγόρη, είναι αστέρι η κοπέλα…»
Γ: «… και έχει όρεξη για δουλειά; Το είδαμε ξανά το έργο, πολλές φορές…»
Η: «Ναι σου λέω, μου εξήγησε για 5 λεπτά πόσα προβλήματα έχουν και πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να δουλέψει και συνεισφέρει στον οικογενειακό προϋπολογισμό».
Γ: «Τι θα της δώσουμε ως μισθό;»
Η: «250.000 δραχμές για αρχή».
Γ: «Τόσα δεν παίρνουν οι καλύτεροι δημοσιογράφοι στην πόλη…»
Η: «Δίνοντας όσα παίρνουν οι άλλοι, άτομο δεν βρήκαμε, είπα να πάω ένα βήμα παραπάνω…»
Γ: «… τρία βήματα…»
Η: «… με σκοπό να καταλάβει ότι αν δουλέψει σοβαρά θα πάρει καλά χρήματα και θα μπορεί να αφοσιωθεί σε αυτό που κάνει. Αν και δεν τη βλέπω να κάθεται πάνω από 1 – 2 χρόνια…»
Γ: «Γιατί αυτό;»
Η: «Μόλις πάρουν πρέφα οι πολιτικοί εδώ τι αστέρι είναι, θα της προτείνουν δουλειές σε γραφεία τύπου και θα βρουν τρόπο να την πάρουν κοντά τους, να υποσχεθούν θέση στο δημόσιο κλπ».
Γ: «Ας δουλέψει για εμάς καλά η κοπέλα για 1 – 2 χρόνια και μετά ας πάει όπου αυτή νομίζει καλύτερα. Τι να πω… 250.000 δραχμές, όταν 200.000 δραχμές δεν δίνει κανένας… μακάρι να έχεις δίκιο… αν δεν δουλέψει, την κάτσαμε τη βάρκα…»
Η: «Θα δουλέψει, είναι πανέξυπνη και θα καταλάβει το συμφέρον της» (έκλεισα την κουβέντα εγώ, ως γνωστός αιθεροβάμων τότε…)
Νιώθοντας μ….ας για άλλη μία φορά
Με την κοπέλα είχαμε δώσει τα χέρια την Παρασκευή και θα έπιανε δουλειά τη Δευτέρα. Ήρθε το πρωί της ημέρας αυτής, όμως δεν έδωσε κάποιο σημείο ζωής… ούτε και την Τρίτη… την κάλεσα δύο τρεις φορές στο κινητό της αλλά δεν απάντησε… πόσο να ενοχλήσεις μία γυναίκα που δεν γνωρίζεις, μπορεί να κατηγορηθείς κιόλας, μικρή η κοινωνία της Κατερίνης, εγώ ήμουν αρραβωνιασμένος και ήδη πολλοί έψαχναν αφορμές για να μου επιτεθούν λόγω της επιτυχίας της εφημερίδας μας (όταν κρίνεις / αποκαλύπτεις / προτείνεις μέσα από ένα μέσο ενημέρωσης, ακόμη και με επιχειρήματα ή στοιχεία, πάντα δημιουργείς εχθρούς, περισσότερους από φίλους. Ο κόσμος στην πλειοψηφία του προτιμά την αδράνεια).
Την Πέμπτη περπατούσα στον δρόμο για να πάω σε μία συνάντηση και την πέτυχα μπροστά μου, «φάτσα κάρτα». Γρήγορα ένιωσα για άλλη μία φορά μ…ας και αφελής…
Η: «Που είσαι εσύ; Που χάθηκες; Είσαι καλά;» τη ρώτησα χαμογελώντας.
– «Ναι, τελικά όμως δεν θα έρθω στη δουλειά…»
Η: «Το κατάλαβα. Γιατί; Σου συνέβη κάτι; Την περασμένη εβδομάδα μου έλεγες ότι έχεις ανάγκη να δουλέψεις και ότι σου αρέσει πολύ να μπεις στην ομάδα μας».
– «Σωστά, αλλά στο μεταξύ προέκυψε μία ευκαιρία…»
Η: «Δηλαδή; Τι ευκαιρία;»
– «Ε να… βρήκα μία άκρη… για να μπω στο δημόσιο χωρίς διαγωνισμό…»
Η: «Χωρίς διαγωνισμό; Είσαι σίγουρη;»
– «Φυσικά! Το έλεγξα το θέμα και έχω την ευκαιρία να μπω… μάλιστα ίσως μπω και πολύ γρήγορα, μέσα στους επόμενους μήνες!»
Η: «Εντάξει, μακάρι, αφού αυτό θέλεις. Τι σε εμποδίζει να δουλέψεις μαζί μας μέχρι να πιάσεις δουλειά στο δημόσιο;»
Άρχισε να γελάει…
– «Μα αφού μπορώ να μπω στο δημόσιο, γιατί να δουλέψω αλλού;»
Η: «Για να πάρεις χρήματα μέχρι να μπεις, να αποκτήσεις εμπειρία, να έχεις μία «πισινή» αν κάτι πάει στραβά με το δημόσιο, να κάνεις άπειρες γνωριμίες, εφημερίδα έχουμε…»
– «… ναι, ναι ξέρω… εντάξει, είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα στον νομό. Και τι έγινε; Εγώ σου λέω ότι σε λίγο θα είμαι διορισμένη, γιατί να τρέχω να δουλεύω δεξιά και αριστερά;»
Η: «Δηλαδή τελικά δεν έχετε σοβαρό οικονομικό θέμα στην οικογένεια, όπως μου έλεγες;»
– «Έχουμε, αλλά θα τα βολέψουμε μωρέ! Θα πάρουμε και ένα δάνειο για να πληρώσουμε και να μπορέσω να μπω στο δημόσιο…»
Η: «… με λάδωμα θα μπεις;»
– «Όχι, άλλοι μπαίνουν με λάδωμα. Εγώ θα μπω αλλιώς, θα δεις… συγνώμη, πρέπει να φύγω, βιάζομαι» είπε και απομακρύνθηκε…
Εγώ έμεινα «άναυδος και… Σόλωνος γωνία» να την κοιτάζω να περπατάει και αποφάσισα να παρακολουθήσω την υπόθεσή της για να δω πώς θα μπει στο δημόσιο χωρίς διαγωνισμό…
Πες μου την ιστορία σου.
Έχεις κάποια αληθινή ιστορία που πιστεύεις ότι αξίζει να διηγηθώ;
Γράψε μου για να τα πούμε!Πες μου τι σκέφτεσαι!
Το «μυστικό» της ξένης γλώσσας…
Η τελευταία που έκρυψε καλά ένα μυστικό είναι από ότι θυμάμαι η Αλίκη Βουγιουκλάκη, πριν καμιά 60αριά χρόνια. Δύσκολα θα μπορούσε να παραμείνει κάτι άλλο κρυφό, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για απευθείας διορισμό στο δημόσιο και προετοιμασία ανθρώπων σε μία επαρχιακή πόλη…
Δεν χρειάστηκε να «παρακολουθήσω» ή να ψάξω την υπόθεση αυτή, μιας και οι πληροφορίες έρχονταν μόνες τους προς εμένα…
- Ένας κύριος είχε, υποτίθεται, ανακαλύψει ένα «παράθυρο» σε κάποιον νόμο. Με βάση αυτό, αν το Ελληνικό Δημόσιο είχε ανάγκη από κάποιους γνώστες σπάνιων ξένων γλωσσών, θα μπορούσε να τους προσλάβει χωρίς διαγωνισμό.
- Το «μυστικό» δεν το ήξεραν πολλοί, όμως ήταν αρκετοί για να δημιουργήσουν «τμήμα εκμάθησης» μίας ελάχιστα χρησιμοποιούμενης Ευρωπαϊκής γλώσσας.
- Αυτοί οι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και η παραλίγο συνεργάτιδά μας, πλήρωσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να κάνουν «ταχύρυθμα σεμινάρια» + για να αποκτήσουν την πληροφορία σχετικά με το πότε και που θα έπρεπε να παρουσιαστούν.
- (Σύμφωνα με όσα έλεγαν δύο – τρεις εμπλεκόμενοι στο θέμα, που μιλούσαν με σιγουριά) στην υπόθεση είχε ανακατευτεί και ένας πολιτικός του ΠΑΣΟΚ, που τότε ως κόμμα κυβερνούσε την Ελλάδα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν υποτίθεται «ο εγγυητής» ότι όλα αυτά ήταν αληθινά, αυτός που «νομιμοποιούσε» τον δάσκαλο της ξένης γλώσσας. Ο ίδιος ο πολιτικός δεν είχε ποτέ του ευθεία ανάμειξη στο θέμα, όμως όποτε τον ρωτούσε κάποιος αν ήξερε τον δάσκαλο, απαντούσε πως ήταν φίλος του…
- «Όταν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνομωτεί για να το αποκτήσεις»… το έγραψε ο Paulo Coelho στο βιβλίο του «ο Αλχημιστής» το 1988, όμως στην Κατερίνη άρχισα να το ακούω παντού μετά από 12 και κάτι χρόνια… και αυτό γιατί οι πάσης φύσεως ευκολόπιστοι που πλήρωναν τα πολύ μεγάλα ποσά για την εκμάθηση της γλώσσας χρησιμοποιούσαν όλοι μαζί αυτή την έκφραση, που μάλλον τους την είπε ο δάσκαλος και τους εντυπωσίασε…
Το πιο ενδιαφέρον από όλα ήταν το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς που πλήρωσαν τα υπέρογκα ποσά δεν είχαν χρήματα… δανείστηκαν, πούλησαν χωράφια κλπ…
Οι «κακοί δεξιοί»
Θυμάμαι τον εαυτό μου να συναντώ και πάλι αυτή την κοπέλα στον δρόμο και να περιγράφω μετά στον Γρηγόρη πως περπατούσε με καμάρι, σιγουριά και αυτοπεποίθηση, λες και είχε πετύχει κάτι σπουδαίο. Τότε ο αδερφός μου είπε μία ατάκα με πολύ νόημα…
Γ: «Το μόνο ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι το πώς θα γλυτώσει ο δάσκαλος το ξύλο…»
Ο καιρός πέρασε, όμως καμία και κανένας από τους «μαθητές της ξένης γλώσσας» δεν είχε προσληφθεί… οι φήμες και οι συζητήσεις οργίαζαν… όπως μου είπαν μετά διάφοροι εμπλεκόμενοι στο θέμα, σε κάποιους ο δάσκαλος έλεγε ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι… σε άλλους ότι είχε καθυστερήσει λίγο η προκήρυξη λόγω προβλημάτων στο υπουργείο… είχε μάλιστα καλέσει μπροστά τους «στο υπουργείο» και συνέβησαν δύο παράξενα πράγματα:
- Κάποιος απάντησε, τον συνέδεσε με τον αρμόδιο υπάλληλο κλπ (για Ελληνικό υπουργείο πριν 20 χρόνια αυτό από μόνο του θα ήταν ρεκόρ…)
- Ο «αρμόδιος υπάλληλος» τον ήξερε, τον διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν υπό έλεγχο και ήταν θέμα ημερών να βγει η προκήρυξη. Μάλιστα του υπενθύμισε πως θα πρέπει οι μαθητές του να είναι έτοιμοι, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να καλούνταν στην Αθήνα για το θέμα και μετά την πρόσληψή τους να πιάσουν δουλειά…
Αφού οι παρευρισκόμενοι έλαβαν τις διαβεβαιώσεις «από τον άνθρωπο στο υπουργείο» συμφώνησαν τελικά να πληρώσουν άλλο ένα μεγάλο ποσό στον δάσκαλο, που αυτή τη φορά τα έπαιρνε «για λογαριασμό του πολιτικού + του υπαλλήλου στην Αθήνα».
Οι μήνες πέρασαν και οι θέσεις δεν προκηρύχθηκαν…
Οι μαθητές άρχισαν να αναζητούν τον δάσκαλο για να λάβουν απαντήσεις… η νέα εξήγηση ήταν πιο… «φανταστρουμφική»:
- «Είναι όλα έτοιμα κάτω στην Αθήνα
- Όμως το θέμα έχει διαρρεύσει
- Το έμαθαν και οι βουλευτές της ΝΔ, το είπαν στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και τώρα όλοι μαζί πιέζουν να διορίσουν στις θέσεις αυτές δικούς τους ανθρώπους, χωρίς καν να ξέρουν τη γλώσσα! Όμως από το γραφείο του υπουργού με διαβεβαίωσαν ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα, προχωράμε άμεσα! Δύο εβδομάδες υπομονή δώστε μου, το ίδιο μου είπε και ο Χ» (ανέφερε τον πολιτικό από την Κατερίνη)».
- (Επειδή όμως γνώριζα τους βουλευτές και των δύο κομμάτων εκείνη την περίοδο στην Πιερία, μπορώ να πω με σιγουριά πως κανείς τους δεν ήξερε τίποτε για το θέμα, ούτε και ενεπλάκη).
Έναν μήνα μετά, ο δάσκαλος πήρε τηλέφωνο σε τρία – τέσσερα άτομα από τους μαθητές του…
– «Τελικά αυτοί οι κακοί δεξιοί μας τα χαλάνε όλα… τι να πω… πάω στην Αθήνα να δω τι γίνεται…»
Μην τον είδατε τον Παναή…
Πέρασαν πολλά χρόνια, έφυγα από την Ελλάδα, επέλεξα τη Ρουμανία και ξεκίνησα εκεί να κτίζω από την αρχή την επαγγελματική μου καριέρα, μαζί με τον αδερφό μου. Την εφημερίδα μας και το ειδησεογραφικό site που είχαμε κάνει τα κλείσαμε μερικά χρόνια μετά, αφού πληρώσαμε κάθε μας υποχρέωση, για να μη χρωστάμε σε κανέναν.
Ένα βράδυ καλοκαιριού καθόμουν με φίλους στο «Φως», το καλύτερο ζαχαροπλαστείο της Ολυμπιακής Ακτής, ενός θερέτρου κοντά στην Κατερίνη. Δίπλα μου ήταν ένας κύριος με τη γυναίκα και τα παιδιά του και με θυμήθηκε…
– «Εσύ δεν είσαι ο Ηλίας ο Παπαγεωργιάδης;»
Η: «Εγώ είμαι, καλησπέρα».
– «Έφυγες στη Ρουμανία και έριξες πίσω σου μαύρη πέτρα…»
Η: «Όχι ακριβώς, έχω εδώ την οικογένειά μου και περνάω 15 μέρες τον μήνα»
– «Εμένα με θυμάσαι;»
Η: «Όχι, βοήθησέ με, σε παρακαλώ…»
– «Είχαμε μαλώσει πριν καμιά 10 – 15 χρόνια…»
Η: «Μάλωσα και μαζί σου; Τι είχε γίνει; Είχα γράψει κάτι που δεν σου άρεσε;»
Άρχισε να γελάει…
– «Μόνο ένα; Πολλά! Εσύ είσαι υπέρ του ιδιωτικού τομέα, αλλά δεν μαλώσαμε για αυτό».
Η: «Τότε;»
– «Θυμάσαι τότε που ένας τύπος έπεισε αρκετούς να κάνουν μαθήματα μίας σπάνιας ξένης γλώσσας για να μπουν στο δημόσιο;»
Η: «Ξεχνιούνται τέτοιες μεγάλες στιγμές; Φυσικά!»
– «Εγώ ήμουν ένας από αυτούς και με είχες βρίσει».
Η: «Εγώ δεν βρίζω ανθρώπους, να ξέρεις…»
– «Εντάξει, τρόπος του λέγειν, βρε αδερφέ! Ήμασταν και οι δύο σε μία κουβέντα και χωρίς να ξέρεις ποιος είμαι και τι κάνω, όταν ένας κοινός γνωστός σου ζήτησε τη γνώμη για το θέμα εσύ απάντησες «ποτέ δεν τελειώνουν τα κορόιδα, για κάθε έναν που πεθαίνει, δέκα γεννιούνται».
Η: «Αυτό ναι, δικιά μου φράση. Για την ακρίβεια ενός δημοσιογράφου, του τεράστιου Κώστα Καίσαρη…»
– «Ε, βλέπεις που με έβρισες; Για αυτό και αρπαχτήκαμε… σου την είπα και μου είπες ότι θα μπω στο δημόσιο με αυτόν τον τρόπο αφού πρώτα δούμε μαύρο χιόνι».
Η: «Τελικά τι έγινε; Μπήκες;»
– «Πώς να μπω, ρε φίλε; Όλα έγιναν ακριβώς όπως τα είχες πει εκείνη τη μέρα… μας πήρε τα λεφτά, μας είπε ότι οι δεξιοί μπλόκαραν τον διαγωνισμό και εξαφανίστηκε, έφυγε σε άλλη πόλη… μην τον είδατε τον Παναή…»
Η: «Δεν έμαθες ποτέ σου τι έγινε;»
– «Τον βρήκαν κάποιοι μετά από χρόνια… τι να το κάνεις; Τον απείλησαν με μηνύσεις, όμως αυτός μας είχε βάλει να υπογράψουμε ότι τα πάντα έγιναν σωστά, ήταν τυπικός σε όλα του…»
Στη συνέχεια μου είπε για το πόσα χρήματα έχασε και πόσο ταλαιπωρήθηκε, μου περιέγραψε και μία κοπέλα που είχε πραγματικά πάθει νευρικό κλονισμό όταν κατάλαβε ότι εξαπατήθηκε και μου εξήγησε πως δεν έφταιγαν αυτοί, ο δάσκαλος ήταν απατεώνας…
Η: «Τώρα που δουλεύεις, φίλε μου;» τον ρώτησα
– «Ε να, είμαι στον δήμο για μερικούς μήνες… θα δούμε, έχω μία υπόσχεση για μία θέση και θα…»
Η: «Μακάρι να πετύχεις στα όνειρά σου» του είπα και ξαναγύρισα στην παρέα μου, που με κατηγορούσε ότι σκόπιμα κωλυσιεργούσα, για να αργήσω και να αποφύγω να πάω στον αγώνα τάβλι, εκεί που με περίμενε ο φίλος μου με τον οποίο παίζουμε συνέχεια από το 1990…
Χρειάζεσαι σοβαρή καθοδήγηση για την επιχειρηματική / επενδυτική σου δραστηριότητα;
Κάθε μήνα συμβουλεύω ως 3 άτομα ή εταιρείες που χρειάζονται «μία out of the box προσέγγιση»
Γράψε μου για να μιλήσουμε! (Η υπηρεσία αυτή έχει κόστος)Υπάρχουν εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα;
Θα μου πεις τώρα εσύ… «δηλαδή, ρε Ηλία, δεν έχουν μπει στο δημόσιο και πολλοί άνθρωποι χωρίς διαγωνισμό;» και θα έχεις δίκιο. Μπήκαν, αλήθεια είναι, όλοι το ξέρουμε. Όμως σχεδόν πάντα είχαν κάποια πολύ ειδική σχέση με έναν πολιτικό που είχε δύναμη εκείνη την περίοδο, ή είχαν άλλου είδους «δόντι». Δεν ξέρω πολλούς που να διορίστηκαν χωρίς διαγωνισμό και να ήταν απλοί άνθρωποι, χωρίς να «τρέχουν» στην πολιτική, χωρίς να «κάνουν κάτι για το οποίο να αξίζουν να ανταμειφθούν». Αν ξέρεις τέτοιες περιπτώσεις, πες τες μου και εμένα, να με βοηθήσεις να μάθω κάτι που δεν γνωρίζω…
Συμφωνώ, η ζωή είναι δύσκολη. Αλήθεια όμως… δεν κουράστηκες να πιστεύεις ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα; Δεν καταλαβαίνεις ότι πρώτα εσύ θα δουλέψεις σκληρά και μετά θα δεις να αλλάζει η τύχη σου προς το καλύτερο;
Αν όχι, σου εύχομαι κουράγιο…
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Ζησης αναφέρει:
Υπέροχο κείμενο που αγγίζει ίσως την ποιο ευαίσθητη χορδή της κοινωνίας μας, αυτη του ” να μπω στο δημόσιο για να κάθομαι και να πληρωνωμαι” αντί να κυνηγήσω το καλύτερο και την προσωπική βελτιωση. Κάποτε ο δημόσιος υπάλληλος έπαιρνε 3 & 60 και θεωρούταν υποδεέστερος μεταξύ πολλών εργαζομενων.
Στην συνέχεια κατά την γνωστή περίοδο του γύψου εργαζοτανε υπό τον συνεχή φόβο των παραπόνων ενός μη ικανοποιημένου “πελάτη” προς τον ανώτερο του που θα σήμαινε την αρχή πολλών προβλημάτων για τον ιδιο.
Μέχρι που ήρθε η άνοιξη του δημοσίου στην μεταπολίτευση κατά την οποία ο κακομοίρης των 3 & 60 μετατράπηκε σε ένα μικρό θεό με αμοιβές και προνόμια προκλητικά ( γνώριζα “ΔΕΗτζιδες” και “ΟΤΕτζιδες” που δεν πλήρωναν για όσα πλήρωναν οι κοινοί θνητοί) με αποτέλεσμα να αποτελεί όνειρο ζωής και παράδειγμα προς μίμηση για τους νέους. Συνέπεια αυτού του κυνηγιού της συγκεκριμένης ευτυχίας ( μια θέση στο…. δημόσιο) είναι η γιγάντωση των πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτών και πολιτικών κάθε επιπέδου που υπόσχονται τα πάντα με αντάλλαγμα κάποιους ψήφους , καθώς και την αύξηση στους πελάτες των καφέ (όπως έγραψες ) που προτιμούν να περιμένουν κάποιον διαγωνισμό δημοσιου που θα τους “βολεψει” αντί να ψάξουν μια καλή ευκαιρία επαγγελματικής εξέλιξης.
Ilias Papageorgiadis αναφέρει:
Σας ευχαριστώ για το πολύ τεκμηριωμένο σχόλιό σας.
Συμφωνώ με όλα όσα λέτε, απλά να θυμόμαστε ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτός που επέλεξε τον δρόμο της δημοσιοϋπαλληλίας δικαιώθηκε, έβγαλε περισσότερα χρήματα από τους περισσότερους του ιδιωτικού τομέα, έζησε μία πιο ήσυχη ζωή και είναι λογικό να αποτελεί πρότυπο για πολλούς, όταν μάλιστα οι συνθήκες του επιχειρείν στην Ελλάδα κάθε χρόνο χειροτερεύουν.
Προσωπικά δεν με ενοχλεί αν κάποιος θέλει να μπει στο δημόσιο, αυτό που βρίσκω απαράδεκτο είναι το να αρνείται δουλειές στον ιδιωτικό τομέα μέχρι να καταφέρει να γίνει δημόσιος υπάλληλος. Ειδικά όταν δηλώνει πως έχει και οικονομική ανάγκη…