Η: «Είχα γυρίσει στο σπίτι μου πριν λίγες μόνο μέρες. Ίσα ίσα είχα αρχίσει να συνέρχομαι από το σοκ της πορείας… Βγήκα το πρωί για να περπατήσω, πήγα στο μαγαζί μας και κάθησα έξω από αυτό. Ξαφνικά όρμησαν πάνω μου τούρκοι αστυνομικοί, με κτύπησαν και με συνέλαβαν… με έδειραν ξανά στο κρατητήριο και μου είπαν ότι ήμουν κατηγορούμενος για πολλά και βαρειά αδικήματα, πράγματα που άκουγα για πρώτη μου φορά…
Από δικαστήριο δεν πέρασα, μόνο με έδερναν και δεν με άφηναν να μιλήσω με τους δικούς μου. Ώσπου ένα πρωί με ξύπνησαν και με έβαλαν να πω την προσευχή μου και να ντυθώ… με έσυραν περπατώντας προς την πλατεία… είδα ότι μπροστά μου ήταν άλλοι τρεις άνθρωποι… στο κέντρο της πλατείας είχαν στηθεί τέσσερα ικριώματα… ξαφνικά με έλουσε κρύος ιδρώτας από πάνω ως κάτω…
Κόσμος μαζεύτηκε για να δει τον θάνατό μας… ένας τούρκος έβγαλε από την τσέπη του χαρτιά και άρχισε να διαβάζει κάθε όνομα ξεχωριστά, προσθέτοντας και τα υποτιθέμενα αδικήματα που είχε κάνει καθένας από εμάς.
Στο τέλος άκουσα και το όνομά μου… δεν πολυκαταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου… είχαν θολώσει όλα… με πίεσαν για να ανέβω στο ικρίωμα, δεν ήθελα, αντιστεκόμουν… όμως με κτύπησαν ξανά και με ανάγκασαν να σταματήσω να αντιδρώ… μου πέρασαν μία θηλειά στον λαιμό… νόμιζα ότι θα ξυπνούσα από ένα κακό όνειρο… μέχρι που μία φωνή μου ούρλιαξε εκκωφαντικά…
«Θα πεθάνεις, Ηλία Παπαγεωργιάδη»
Σ: «Ο παππούς σου τράβηξε το βλέμμα του από εμένα και κοίταξε στον τοίχο. Έκλαιγε…»
…
Κατερίνη, Άνοιξη του 2021
Στη δεύτερη καραντίνα για τον κορωνοϊό, που κράτησε από τον Νοέμβριο του 2020 ως τις αρχές Μαϊου του 2021, έμεινα για ακόμη μία φορά πολύ καιρό με τη μητέρα μου, στην Κατερίνη. Ένα βράδυ που συζητούσαμε, η κουβέντα ήρθε στον παππού μου, τον Ηλία Παπαγεωργιάδη, τον πεθερό της. Γεννημένος το 1891 στη Φάτσα του Πόντου, από εμπορική οικογένεια, ο παππούς ήρθε στην Ελλάδα και για τα δεδομένα της εποχής και του τόπου που επέλεξε να ζήσει, κατάφερε να πετύχει πολλά.
Εμένα όμως εκείνο το βράδυ με ενδιέφερε να μάθω περισσότερα για τη ζωή του παππού μου πριν έρθει στην Ελλάδα, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, πριν τον ξεριζωμό και πριν εγκαταλείψει με την οικογένειά του ό,τι είχαν στον Πόντο, για να έρθουν στην πατρίδα, περίπου 2.700 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Κυρίως, είχα μία απορία:
Η: «Μου έχουν πει διάφοροι ότι ο παππούς ίδρωνε πάρα πολύ όταν έτρωγε φαγητό. Γιατί συνέβαινε αυτό; Είχε κάποια νευρολογική πάθηση;»
Η μητέρα μου με ρώτησε αν έχω διάθεση να θυμηθούμε τι τράβηξαν ο παππούς μου και οι Πόντιοι πρόγονοί μας και αποφασίσαμε να βουτήξουμε στο παρελθόν, με αυτή να μου δείχνει τον δρόμο…
Κατερίνη, 1974. Αφηγείται η Σοφία Παπαγεωργιάδου
«Με τον πατέρα σου παντρευτήκαμε το 1974, όμως την οικογένειά του τη γνώριζα ήδη από τη δεκαετία του 1950, όταν η αδερφή μου ήταν η καλύτερη φίλη της αδερφής του. Έτσι γνώρισα από πολύ νωρίς και τον παππού σου, τον Ηλία. Όλα όσα σου έχουν πει για αυτόν είναι αληθινά, θα έλεγα και λίγα. Όταν πλέον αποφασίσαμε με τον Παναγιώτη να παντρευτούμε, επιλέξαμε να ζήσουμε μαζί και με τον πατέρα του, κάτι που για τα δεδομένα της εποχής δεν ήταν παράξενο. Θα έλεγα ότι μου ήταν και πολύ ευχάριστο, γιατί είχα την τύχη να γνωρίσω έναν αρχοντάνθρωπο με πολύ κοφτερό μυαλό στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ένα απόγευμα που ο πατέρας σου δούλευε ως αργά στο κρεοπωλείο, ο παππούς σου έφαγε και κάθισε στην κουνιστή του καρέκλα στο σαλόνι, βγάζοντας ένα τσιγάρο για να καπνίσει. Ήταν πολύ ευχαριστημένος από το φαγητό που του είχα μαγειρέψει και όταν τελείωσα με όλες τις δουλειές αποφάσισα να καθίσω κοντά του και να συζητήσουμε, μέχρι να γυρίσει ο Παναγιώτης. Βλέποντάς τον ευδιάθετο, θεώρησα σκόπιμο να τον ρωτήσω για κάτι που μου προκαλούσε απορία από τότε που ήμουν πολύ μικρή: «Πατέρα, γιατί όταν τρως βάζεις πετσέτα στον λαιμό σου μέχρι και τον δεξιό σου ώμο; Γιατί ιδρώνεις τόσο πολύ σε αυτή την περιοχή; Έχεις κάποιο νευρολογικό θέμα;»
Ο παππούς σου αιφνιδιάστηκε και κατάλαβα ότι το θέμα είχε να κάνει με τη ζωή του στον Πόντο…
Η: «Σοφούλα, κορίτσι μου, πέρασαν περίπου 60 χρόνια από τότε…»
Σ: «Θα ήθελα να μου πεις, πατέρα. Θέλω να καταλάβω τι συνέβη».
Η: «Πολλές φορές πέθανα και γύρισα πίσω την τελευταία στιγμή… αυτός ο ιδρώτας είναι μία από αυτές…»
Σ: «Πες μου για όλα αυτά, πατέρα».
Φάτσα του Πόντου, μετά το 1915. Η αρχή της πορείας
(αφηγείται ο Ηλίας Παπαγεωργιάδης – παππούς του υποφαινόμενου)
Η: «Εμείς στον Πόντο ήμασταν έμποροι για πάρα πολλά χρόνια, από τον παππού και τον προπάππου μου ακόμη. Εκείνα τα χρόνια ασχολούμασταν με τα υφάσματα. Είχα γυρίσει από την εξορία και θεωρούσα ότι μπορούσα να ξεκινήσω τη ζωή μου. Δεν ήταν όμως γραφτό ακόμη…
Ένα Σάββατο βγήκε διαταγή από τους τούρκους να παρουσιαστούμε το επόμενο πρωί σε δύο διαφορετικά σημεία, για να πάμε μία εκδρομή. Για εμένα ήρθε ένταλμα να πάω στο ένα σημείο, για τον αδερφό μου τον Φιλόλογο ήρθε χαρτί για να πάει στο άλλο σημείο. Μαζί με εμένα πήρε χαρτί να παρουσιαστεί και ο ξάδερφός μου, ο Θόδωρος ο Δενεσίδης. Βάλαμε και εμείς τα καλά μας τα κουστούμια και την επόμενη μέρα το πρωί ήμασταν στο καθορισμένο σημείο…
Νομίζαμε πως θα πηγαίναμε στη διπλανή πόλη ή χωριό. Ο ξάδερφος έφερε και το μουσικό του όργανο, το ούτι, για να παίξει στους συγγενείς μας στην άλλη πόλη. Όμως τα πράγματα ήταν παράξενα. Δεν θα ήταν φύλακές μας οι τούρκοι, αλλά κάποιοι τσέτες. Ξεκινήσαμε να περπατάμε, το κάναμε για όλη τη μέρα. Οι περισσότεροι δεν αποχαιρέτησαν συγγενείς και φίλους, μιας και πιστεύαμε πως θα γυρίσουμε το ίδιο ή το επόμενο βράδυ.
Όμως ήταν η αρχή της πορείας…
Ο «λευκός θάνατος»
Πολλά χρόνια μετά, μάθαμε ότι οι Γερμανοί εξήγησαν στον Κεμάλ πως αντί να μας σκοτώσει και να κατηγορηθεί για γενοκτονία, μπορούσε να μας βάλει να περπατάμε για χρόνια και να πεθάνουμε από μόνοι μας.
Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη. Περπατάγαμε όλη μέρα, χωρίς δικαίωμα ούτε για νερό, ούτε για τουαλέτα, παρά μόνο όταν οι τσέτες μας έδιναν άδεια. Όποιος δεν υπάκουε, εκτελούνταν επί τόπου. Όποιος αρρώσταινε, έπρεπε να συνεχίσει να περπατάει, μέχρι να πέσει και να πεθάνει. Τότε τον άφηναν στην άκρη του δρόμου, αφού του έπαιρναν ό,τι είχε επάνω του. Έτσι σιγά σιγά πέθαιναν πάρα πολλοί, χωρίς όμως να μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους τούρκους ότι έκαναν κάτι κακό.
Αυτός ήταν ο «λευκός θάνατος» και εγώ τον ζούσα στο πετσί μου, περπατώντας κάθε μέρα, ανακαλύπτοντας κάθε μέρα έναν νέο λόγο για να κρατηθώ στη ζωή. Δικαίωμα επικοινωνίας με τον αδερφό ή την οικογένειά μου δεν είχα. Μπορούσα μόνο να περπατάω, αν ήθελα να μείνω ζωντανός, ενώ το βράδυ ψάχναμε με τον Θόδωρο να βρούμε μήπως οι τσέτες είχαν πετάξει κάπου αποφάγια, για να φάμε κάτι και εμείς.
Η μοίρα των ζηλιάρηδων
Λίγες μέρες μετά άρχισα να καταλαβαίνω πως οι τσέτες μας κοιτούσαν παράξενα, τον θείο σου και εμένα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί! Πολλοί συμπολίτες μας έρχονταν και μας έλεγαν κολακείες για τα κουστούμια και τα παπούτσια μας, δείχνοντας ξεκάθαρα πως μας ζήλευαν. Προσπάθησα πολλές φορές να τους πω ότι το ωραίο μας ντύσιμο ήταν μία απλή σύμπτωση, μιας και ασχολούμασταν με το εμπόριο καλών υφασμάτων και ντυθήκαμε έτσι γιατί νομίζαμε ότι θα πάμε εκδρομή. Ό,τι και να έλεγα, έβλεπα στα μάτια τους τη ζήλια και τη μοχθηρία… λες και τους χρησίμευε σε κάτι να είναι καλοντυμένοι ενώ περπατούσαν κάθε μέρα ατελείωτα χιλιόμετρα…
Εξήγησα το θέμα στον Θόδωρο και ένα βράδυ μετά το περπάτημα αποφασίσαμε να δώσουμε τα ρούχα μας στους πρώτους κόλακες που θα εμφανίζονταν μπροστά μας, παίρνοντας με τη σειρά μας τα δικά τους. Τα φόρεσαν με καμάρι και ξαφνικά εμείς γίναμε «αόρατοι», ενώ αυτοί μπήκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων των υπολοίπων. Εμείς με τον Θόδωρο γλυτώσαμε και αυτό ήταν καλό, μιας και το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε και αντικρύσαμε τους ανθρώπους που είχαν πάρει τα ρούχα μας να κείτονται νεκροί και γυμνοί από ρούχα, πεταμένοι στην άκρη του δρόμου.
Η επιλογή μας να μην προσκολληθούμε στα καλά ρούχα μας είχε σώσει τη ζωή…
Η επιστροφή από τον «Λευκό Θάνατο»
Περπατήσαμε για πολλά χρόνια, περισσότερα από πέντε. Στην πορεία χάσαμε τους περισσότερους από τους συμπολίτες μας, ένας ένας έχαναν τη ζωή τους είτε από την εξάντληση είτε από κάποιο κακό που τους έκαναν οι τσέτες… στη διάρκεια μας έφερναν άλλους δυστυχισμένους από πόλεις και χωριά, που σε λίγες μέρες καταλάβαιναν και αυτοί ότι δύσκολα θα επιβίωναν…
Ίσως να μην είχα καταφέρει να σταθώ όρθιος αν δεν είχα μαζί μου τον ξάδερφό μου, τον Θόδωρο. Για αυτό και όταν κάποια στιγμή ήρθε γράμμα στον διοικητή ότι πρέπει να επιστρέψω πίσω, είπα ότι δεν πάω πουθενά χωρίς αυτόν. Με δεδομένο ότι ο τούρκος που είχε δώσει την εντολή είχε πληρωθεί από την οικογένειά μου τα μισά λεφτά για να με στείλει πίσω στη Φάτσα και τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνε όταν θα έφτανα και θα έβλεπαν ότι ήμουν ζωντανός, οι τσέτες αναγκάστηκαν να δεχτούν το αίτημά μου και να μας επιτρέψουν να γυρίσουμε πίσω μαζί. Κλαίγαμε φεύγοντας, χαιρετίσαμε τους συνοδοιπόρους μας που δεν είχαν τη δικιά μας καλή τύχη. Όμως και δεν μπορούσαμε να τους ελευθερώσουμε όλους…»
Σ: «Πόσοι από αυτούς επέστρεψαν πίσω, πατέρα;»
Η: «Ελάχιστοι. Μόνο στα χρόνια που περπάτησα εγώ, μόνο στον δικό μας δρόμο, είδα να πεθαίνουν τρεις με πέντε άνθρωποι τη μέρα, καμιά φορά και δέκα μαζί. Αν από τη Φάτσα φύγαμε εκατοντάδες εκείνη την Κυριακή, ζήτημα είναι αν γύρισαν πίσω 5, ίσως 7… σίγουρα πάντως όχι 10, λιγότεροι…».
Σ: «Πλήρωσε η οικογένειά σου για να γυρίσεις λοιπόν»
Η: «Σωστά, όμως οι τούρκοι κατάλαβαν ότι είχαμε και άλλα χρήματα, πολλά κοσμήματα…»
Σ: «… και τι έκαναν για αυτό;»
Απαγχονισμός…
Η: «Είχα γυρίσει στο σπίτι μου πριν λίγες μόνο μέρες. Ίσα ίσα είχα αρχίσει να συνέρχομαι από το σοκ της πορείας… Βγήκα το πρωί για να περπατήσω, πήγα στο μαγαζί μας και κάθησα έξω από αυτό. Ξαφνικά όρμησαν πάνω μου τούρκοι αστυνομικοί, με κτύπησαν και με συνέλαβαν… με έδειραν ξανά στο κρατητήριο και μου είπαν ότι ήμουν κατηγορούμενος για πολλά και βαρειά αδικήματα, πράγματα που άκουγα για πρώτη μου φορά…
Από δικαστήριο δεν πέρασα, μόνο με έδερναν και δεν με άφηναν να μιλήσω με τους δικούς μου. Ώσπου ένα πρωί με ξύπνησαν και με έβαλαν να πω την προσευχή μου και να ντυθώ… με έσυραν περπατώντας προς την πλατεία… είδα ότι μπροστά μου ήταν άλλοι τρεις άνθρωποι… στο κέντρο της πλατείας είχαν στηθεί τέσσερα ικριώματα… ξαφνικά με έλουσε κρύος ιδρώτας από πάνω ως κάτω…
Κόσμος μαζεύτηκε για να δει τον θάνατό μας… ένας τούρκος έβγαλε από την τσέπη του χαρτιά και άρχισε να διαβάζει κάθε όνομα ξεχωριστά, προσθέτοντας και τα υποτιθέμενα αδικήματα που είχε κάνει καθένας από εμάς.
Στο τέλος άκουσα και το όνομά μου… δεν πολυκαταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου… είχαν θολώσει όλα… με πίεσαν για να ανέβω στο ικρίωμα, δεν ήθελα, αντιστεκόμουν… όμως με κτύπησαν ξανά και με ανάγκασαν να σταματήσω να αντιδρώ… μου πέρασαν μία θηλειά στον λαιμό… νόμιζα ότι θα ξυπνούσα από ένα κακό όνειρο… μέχρι που μία φωνή μου ούρλιαξε εκκωφαντικά…
«Θα πεθάνεις, Ηλία Παπαγεωργιάδη»
Σ: «Ο παππούς σου τράβηξε το βλέμμα του από εμένα και κοίταξε στον τοίχο. Έκλαιγε…»
Πες μου την ιστορία σου.
Έχεις κάποια αληθινή ιστορία που πιστεύεις ότι αξίζει να διηγηθώ;
Γράψε μου για να τα πούμε!Πες μου τι σκέφτεσαι!
Η επόμενη ζωή
Σ: «Κάποια στιγμή κατάφερε να σταματήσει τα δάκρυα που κύλαγαν από τα μάτια του και συνέχισε να μου εξιστορεί τι συνέβη…»
Η: «Ήμουν ένας άντρας κοντά 30 χρονών. Στην ηλικία μου άλλοι ήταν παντρεμένοι με 10 χρονών παιδιά… εγώ δεν είχα γνωρίσει πολλά πράγματα στη ζωή… εξορία, «Λευκό Θάνατο», ταλαιπωρία και δυστυχία… όλα αυτά γιατί ήμουν Πόντιος, γιατί ήμουν Ρωμιός, Έλληνας! Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή πόσο άδικο ήταν να πεθάνω έτσι, μετά από βασανιστήρια, κρεμασμένος χωρίς λόγο…
Είχα το σκοινί περασμένο στον λαιμό και τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Ο τούρκος κλώτσησε το σκαμνάκι πάνω στο οποίο πατούσα και ξαφνικά βρέθηκα στο κενό… το σκοινί μου έσφιξε απότομα τον λαιμό και άρχισα να πνίγομαι.. έδινα μάχη να κρατηθώ στη ζωή, παρότι ήξερα ότι ήταν μάταιο… οι άλλοι τρεις πριν από μένα είχαν ήδη πεθάνει με τον ίδιο τρόπο, εγώ θα τους ακολουθούσα σε λίγο… δεν ήθελα όμως να φύγω χωρίς αγώνα… έκανα ό,τι μπορούσα για να παρατείνω τη ζωή μου έστω και μερικά δευτερόλεπτα, να αντέξω λίγο ακόμη…
Ξαφνικά ένιωσα έναν οξύ πόνο στον λαιμό και μετά έπεσα κάτω και γκρεμοτσακίστηκα… με σήκωσαν οι τούρκοι και με βοήθησαν να κατέβω τα σκαλιά… κατάφερα να ακούσω τη λέξη «λάθος» πολλές φορές… η οικογένειά μου ήταν εκεί. Με παρέλαβε και με μετέφερε στο σπίτι μας…
Τότε κατάλαβα ότι μετά τη ζωή που κέρδισα όταν αντάλλαξα τα ρούχα μου στην πορεία του «Λευκού Θανάτου», εκείνη τη μέρα είχα κερδίσει άλλη μία ζωή. Το κόστος ήταν λίγο πιο βαρύ από την προηγούμενη φορά… ο πόνος που ένιωσα ήταν το μαχαίρι που έκοψε το σκοινί και με γλύτωσε από τον πνιγμό, όμως έκοψε και ένα νεύρο, μου έκανε ζημιά στο σώμα μου. Έγιανε η πληγή εξωτερικά, όμως από τότε κάθε φορά που τρώω, ο οργανισμός μου δίνει κάποιο λάθος σήμα και ιδρώνω πάρα πολύ…έτσι κατάλαβα ότι ο Θεός αποφάσισε να μου χαρίσει άλλη μία ζωή με αντάλλαγμα αυτό το μικρό πρόβλημα…»
Το κίνητρο
Σ: «… και γιατί είχαν σκοπό να σε εκτελέσουν;»
Η: «Όταν η οικογένειά μου έδωσε τα λεφτά και τα κοσμήματα στους τούρκους ως πεσκέσι για να με φέρουν πίσω από τον «Λευκό Θάνατο» μαζί με τον Θόδωρο, μάλλον οι τούρκοι κατάλαβαν ότι έχουμε και άλλα λεφτά. Για αυτό με έπιασαν και θέλησαν να με σκοτώσουν με τέτοιον τρόπο, για να αναγκάσουν τη μάνα μου να τους δώσει και τις υπόλοιπες οικονομίες μας. Μάλιστα, αν οι δικοί μου αργούσαν λίγα δευτερόλεπτα ακόμη, ή αν δεν είχα αντέξει κρεμασμένος για λίγο περισσότερο, θα είχα πεθάνει εκείνο το πρωί. Άλλα λεφτά δόθηκαν για τον αδερφό μου τον Φιλόλογο, που γύρισε μετά από δύο χρόνια… δεν τον έβρισκαν πουθενά και τον έψαχναν… ευτυχώς τον φέραμε πίσω και αυτόν…»
Ο παππούς μου έκλαιγε όταν περιέγραφε αυτή την ιστορία στη μητέρα μου, εκείνο το απόγευμα του 1974. Η μητέρα μου ήταν βουρκωμένη όταν μου τη διηγήθηκε το 2021…
Η γενοκτονία των Ποντίων, ο «Λευκός Θάνατος» και ο εφτάψυχος περιπατητής
Έχει τύχει να γνωρίσω στη ζωή πολλούς τούρκους. Δεν τους θεωρώ υπεύθυνους προσωπικά για αυτά που έγιναν σε βάρος της οικογένειας και του λαού μου πριν από περίπου 100 χρόνια. Δεν έχω κάτι να χωρίσω μαζί τους.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν έγινε γενοκτονία, το αντίθετο. Οι τούρκοι εφάρμοσαν πριν από 100 και κάτι χρόνια ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων και των Αρμενίων στη χώρα τους.
Συγχωρώ, μα δεν ξεχνώ…
… και επειδή κανείς μας δεν φύτρωσε, αλλά γεννήθηκε και κουβαλάει μαζί του μνήμες, συναισθήματα και γνώσεις, σήμερα, την ημέρα αυτού του σπουδαίου εορτασμού, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου πως είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας, περήφανος που είμαι Πόντιος… περήφανος που ο παππούς μου έκανε εξορία γιατί ήταν Έλληνας, άντεξε τον «Λευκό Θάνατο», κρεμάστηκε μα έζησε και τόσα άλλα… ο ξάδερφός του έγραψε σε βιβλίο τα απομνημονεύματά του από τις «περιπέτειες» που πέρασαν αυτός και ο παππούς μου. Κάποια στιγμή αναζητώ την ψυχική δύναμη για να το διαβάσω ολόκληρο… (γιατί θέλει πραγματικά κουράγιο για να διαβάσεις για καταστάσεις απίστευτου πόνου που έζησαν οι άνθρωποί σου…)
Η Ελλάδα
Όταν έφτασε η ώρα της ανταλλαγής των πληθυσμών, ο παππούς μου και η οικογένειά του ήρθαν στην Ελλάδα με κάποια καθυστέρηση. Η «συμφωνία» ήταν πως ό,τι άφησαν στον Πόντο, θα το έπαιρναν στο ακέραιο στην Ελλάδα. Άφησαν εκεί πλούτη, ακίνητα και μεγάλες περιουσίες, για να μπουν στο καράβι τους υποχρέωσαν να δώσουν κάθε κόσμημα, χαρτονόμισμα ή ο,τιδήποτε αξίας κουβαλούσαν… έφτασαν στη «Μητέρα Πατρίδα» με τα ρούχα που φορούσαν και εκεί έμαθαν πως δεν υπήρχε τίποτε για αυτούς, παρά μόνο ένα μικρό χέρσο χωράφι, έξω από την πόλη…
Ο παππούς πήγε πρώτα σε ένα χωριό της Πιερίας, τον Τρίλοφο, που του θύμιζε τη Φάτσα του Πόντου μετά όμως εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κατερίνη και ξεκίνησε να ασχολείται με το εμπόριο κρεάτων από το 1926. Παντρεύτηκε «μία αριστοκράτισσα από την Αθήνα» και έκανε τέσσερα παιδιά, πέρασε και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, απίστευτα οικονομικά σκαμπανεβάσματα και άλλες δύσκολες στιγμές… Πέθανε το 1977 και όσο ζούσα στην Πιερία και ασχολούμουν με τα ΜΜΕ (είχαμε με τον αδερφό μου Γρηγόρη εφημερίδα κλπ) έτυχε δεκάδες φορές να αναφέρω το όνομά του και να μου μιλήσουν για αυτόν με υπέροχα λόγια…
…
«Θέλεις να πας πίσω, πατέρα, να δεις και πάλι τα μέρη που άφησες;»
Σ: «Αφού μου εξιστόρησε ο παππούς σου όλα όσα του συνέβησαν εκείνη την περίοδο, ήρθε και ο πατέρας σου, αποκαμωμένος από άλλη μία μέρα 16ωρης δουλειάς. Του διηγήθηκα αυτά που μου περιέγραψε ο πατέρας του και μου επιβεβαίωσε τα πάντα.
Πριν πάμε να κοιμηθούμε, επέστρεψα στο σαλόνι και βρήκα τον παππού σου να διαβάζει την εφημερίδα του, κοιτώντας κλεφτά και το ρολόι που είχε στην τσέπη του, όπως συνήθιζε.
Σ: «Πατέρα, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι ακόμη σχετικά με όλα όσα μου διηγήθηκες σήμερα. Θα ήθελες να πας κάποια στιγμή πίσω, να δεις και πάλι τα μέρη που άφησες εκεί στον Πόντο;»
Η: «Όχι, για κανέναν λόγο, παιδί μου. Μόνο θλίψη και πόνο ζήσαμε τα τελευταία 10 – 15 χρόνια πριν φύγουμε» είπε και σήκωσε ψηλά την εφημερίδα του, για να μην τον δω να κλαίει ξανά…
Λέγομαι Ηλίας Παπαγεωργιάδης, του Παναγιώτη. Δεν έχω κανένα αρνητικό συναίσθημα απέναντι σε όσους έβλαψαν την οικογένειά μου πριν 5, 10, 50, 100, ή περισσότερα χρόνια. Όμως δεν «φύτρωσα» σε αυτόν τον κόσμο, είμαι Πόντιος και δεν ξεχνώ!
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Μαύρου Τριανταφυλλια αναφέρει:
Με το κείμενο σας ένιωσα για άλλη μια φορά συγκίνηση και πόνο γι αυτούς τους ανθρώπους που διωχτηκαν και βασανιστηκαν ανελέητα γιατί απλά ήταν χριστιανοί Έλληνες Πόντιοι!!! Δεν είμαι Πόντια! Προσκυνώ τα πάθη τους και δεν ξεχνώ!!!!
Ilias Papageorgiadis αναφέρει:
Τιμή μου που σας έκανα να νιώσετε έτσι. Ως Πόντιος σας ευχαριστώ