Το πρώτο βήμα

Προσαρμόσου στο μέλλον, πριν σε πιάσει απροετοίμαστο («… και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς»)

… Μιας και ήδη γνωρίζονταν, ξεκίνησαν αμέσως να μιλούν για δουλειές.

Π: «Μελέτησα με προσοχή τα προϊόντα σου και τον κατάλογό σου στα αγγλικά»

– «Χαίρομαι. Ποιο είναι το συμπέρασμά σου; Κατάλαβες και εσύ ότι προσφέρουμε προϊόντα εξαιρετικά υψηλής ποιότητας;»

Π: «Ναι, καλά είναι».

– «Μόνο καλά;»

Π: «Κοίτα, έχουμε κοινούς γνωστούς. Ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Τα προϊόντα σου είναι καλά, αλλά όχι σαν τα γερμανικά, που φυσικά είναι και πιο ακριβά. Επίσης μην ξεχνάς ότι οι Κινέζοι ξεκινούν να μπουν στην αγορά…». (Ο θείος μου δεν ήξερε ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων τότε, όπως και τώρα, δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τις ειλικρινείς και ευθείες συζητήσεις).

– «Δουλέψαμε δεκαετίες ολόκληρες για να φτάσουμε στη σημερινή μας επιτυχία».

Π: «Αν θέλεις να πουλήσεις στις αγορές που δουλεύω, το Βέλγιο και τη Γαλλία για ξεκίνημα, θα πρέπει να κάνεις κάποιες αλλαγές. Πρώτα από όλα θέλω να μου ετοιμάσεις έντυπα στη γαλλική γλώσσα! Δεν ξέρουν όλοι αγγλικά στις γαλλόφωνες χώρες…»

– «Μα τα αγγλικά είναι η κορυφαία γλώσσα για τις business! Αυτά είναι άχρηστα επιπλέον κόστη…»

Π: «… και δεύτερο και πιο σημαντικό: Θα πρέπει να κάνεις κάποιες τροποποιήσεις στα προϊόντα σου, να αλλάξεις κάποιες τεχνικές παραμέτρους, να προσαρμοστείς στις ανάγκες των αγορών μας και να προετοιμαστείς για το μέλλον! Όλος ο κλάδος θα μεταμορφωθεί, ήδη ξεκίνησαν να εμφανίζονται εργοστάσια με εντελώς νέες τεχνολογίες παραγωγής, με πολύ χαμηλότερο κόστος μονάδος προϊόντος».

Ο κ. Μ δούλευε μία ολόκληρη ζωή για να φτάσει να κατασκευάσει «προϊόντα υψηλής τεχνολογίας» όπως έλεγε στους ντόπιους της περιοχής και τους δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης. Τώρα ένας ξένος από τη Δυτική Ευρώπη είχε πάει εκεί, παρφουμαρισμένος και ντυμένος με ακριβά ρούχα, θεωρώντας τις δεκαετίες της δουλειάς του «όχι αρκετές». Όταν ο μεταφραστής του μετέφραζε τις τελευταίες λέξεις του ξένου, ο κ. Μ έπρεπε να λάβει μία απόφαση…

Βρυξέλλες, στο ξεκίνημα του 21ου Αιώνα

Τη θεία Νίτσα και τον θείο Πολ (Paul) τους αγαπούσα τόσο πολύ… όμως δεν πήγα αρκετές φορές στις Βρυξέλλες όσο ήταν ζωντανοί, ένα από τα αναρίθμητα λάθη μου σε αυτή τη ζωή. Ίσως με βόλευε ότι έρχονταν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι και τους έβλεπα. Η αδερφή της μητέρας μου και ο σύζυγός της ήταν δύο πραγματικά χαρισματικοί άνθρωποι. Και τα τρία αδέρφια, ο Γρηγόρης, ο Νίκος και ο υποφαινόμενος, είχαμε την τύχη να ευλογηθούμε με την απεριόριστη, βαθειά τους αγάπη.

Τότε, πριν από περίπου 20 χρόνια, παραήμουν ένας άνθρωπος «χωρίς ορίζοντα», «επικεντρωμένος μόνο στα τοπικά». Για αυτό και δεν ζήτησα αρκετές φορές από τον θείο Πολ να μοιραστεί μαζί μου τις γνώσεις του στις επιχειρήσεις. Μου πήρε χρόνια για να συνειδητοποιήσω ότι ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία στη διεθνή επιχειρηματικότητα και με διάθεση να μοιραστεί, να μου μάθει, να με προστατεύσει. Ένα από τα ελάχιστα βράδια που πέρασα στο σπίτι τους στις Βρυξέλλες κάποιον χειμώνα, ανοίξαμε τη συζήτηση για τη συνεχή αλλαγή του τοπίου στο επιχειρείν, για το πόσο γρήγορα αλλάζουν όλα. Πριν αρχίσω ακόμη να ταξιδεύω, με την οπτική γωνία της Ελληνικής επαρχίας, δυσκολευόμουν να καταλάβω τι μου έλεγε για τον κόσμο που τρέχει με ταχύτητα μεγάλη. Για αυτό και χρησιμοποίησε ένα παράδειγμα για κάποιον που ήξερα από τη Βόρεια Ελλάδα.

Μακεδονία. 1970 – μέσα δεκαετίας του ’90

Για αρκετές δεκαετίες η Ελλάδα ήταν «παράδεισος για εργασίες χαμηλού κόστους». Δεκάδες ήταν οι Ευρωπαϊκές εταιρείες που ενδιαφέρονταν να παράξουν ή να συναρμολογήσουν προϊόντα όσο πιο κοντά μπορούσαν προς τις δυτικές αγορές τους. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες του επιχειρείν στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του ’70 και του 80 πολλοί Έλληνες έφτιαξαν νέες μονάδες και μεγάλωσαν γρήγορα, σε τομείς όπως η μόδα, τα ηλεκτρονικά και όχι μόνο.

Δύο από αυτούς τους Έλληνες ιδιοκτήτες μίας τέτοιας εταιρείας ήταν δύο… απλοί άνθρωποι από χωριό. Ας τους ονομάσουμε ο κ. Μ και ο αδερφός του. Δουλεύοντας σκληρά, βήμα βήμα κατάφεραν από εργάτες σε εταιρεία να γίνουν ιδιοκτήτες της δικιάς τους δουλειάς και να φτιάξουν μία μικρή «αυτοκρατορία», γινόμενοι ο μεγαλύτερος εργοδότης στο χωριό τους και τη γύρω περιοχή. Ενώ ο αδερφός του ήταν ο επικεφαλής της παραγωγής, ο κ. Μ ήταν υπεύθυνος για το οικονομικό κομμάτι της δουλειάς, τη στρατηγική, το marketing και άλλα. Τη δεκαετία του ’80 τα δύο αδέρφια ήταν από τους λίγους που πήραν εύκολα δάνεια με μεγάλα επιτόκια και τα επένδυσαν όλα στην επιχείρησή τους (κοινώς δεν ήταν λαμόγια). Έτσι γύρω στο 1989 είχαν εκτοξεύσει την παραγωγή τους σε νέα υψηλά.

Η νέα δεκαετία που ξεκίνησε το 1990 τους βρήκε ευκατάστατους, οικονομικά σταθερούς, «σημαντικούς επιχειρηματίες στη Βόρεια Ελλάδα» (όπως τους έλεγε ο διαφημιστής που τους «δάγκωνε»). Έτσι τους γνώρισα το 1994, στα 19 μου εγώ. Εξήγαγαν σε πολλές χώρες και τα μελλοντικά τους πλάνα ήταν εντυπωσιακά.

Ο θείος μου και οι «ώριμες Ευρωπαϊκές αγορές»

Ο θείος Πολ γεννήθηκε στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου στο Βέλγιο. Ήταν έμπορος και διαμεσολαβητής, εκπροσωπούσε εταιρείες και γενικά ήταν ένας άνθρωπος με βαθειά γνώση του επιχειρείν. Με πολλά πάνω και κάτω στη ζωή, είχε καταφέρει να βρει τον δρόμο του και τον κλάδο που είχε αποτέλεσμα για αυτόν μετά από πολλά χρόνια δουλειάς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε πελάτες στο Βέλγιο, τη Γαλλία και άλλες τρεις χώρες, όλες τους «ώριμες Ευρωπαϊκές αγορές» όπως τις αποκαλούσαν πολλοί επιχειρηματίες στα καθ’ ημάς. Στα μέσα της δεκαετίας, μέσω ενός έμπιστου προσώπου αμοιβαίας εμπιστοσύνης (ενός πραγματικά χαρισματικού προσώπου), είχε γνωρίσει τον κ. Μ, ο οποίος κατασκεύαζε προϊόντα που ανήκαν στην ίδια κατηγορία με αυτά που πουλούσε ο θείος. Συναντήθηκαν στις καλοκαιρινές διακοπές του και συμφώνησαν να συναντηθούν ξανά το φθινόπωρο, αφού πρώτα ο θείος πήρε δείγματα και τιμές για να κάνει έρευνα αγοράς.

(«Δεν ήταν ότι «πέθαινα» να πουλήσω προϊόντα από τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά επειδή αγαπούσα τη χώρα και ειδικά αυτή την περιοχή που τη θεωρώ πατρίδα λόγω της γυναίκας μου, θεώρησα ότι ίσως και να άξιζε τον κόπο να ρίξω μια ματιά σε αυτή τη δουλειά» μου είπε εκείνο το βράδυ).

Στα μάτια των περισσοτέρων Ελλήνων ο θείος μου ήταν ένας εκλεπτυσμένος άνθρωπος, που έδειχνε εύπορος, καλοντυμένος και πάντα με ένα εξαιρετικό άρωμα στις επαγγελματικές του συναντήσεις.

Δύο μήνες μετά από το ραντεβού τους εκείνο τον Αύγουστο, ο θείος μου κάλεσε τον κοινό γνωστό και ανακοίνωσε πως είχε μελετήσει την αγορά και ήταν έτοιμος να συναντηθεί με τον κ. Μ. Πρότεινε η συνάντηση να λάβει χώρα στο τέλος Νοεμβρίου, «αφού τελειώσω με τις παραγγελίες που θα παραδοθούν πριν τα Χριστούγεννα».

Η συνάντηση δύο… πολιτισμών

Τη δεκαετία του ’80 ο Έλληνας (που ήταν ή ένιωθε) επιχειρηματίας ή πλούσιος θα έπρεπε να αγοράσει ένα Mercedes, Audi, ή BMW για να νιώσει ότι «αποδεικνύει» την οικονομική του επιφάνεια. Το ίδιο συνέβαινε και την επόμενη δεκαετία. Έτσι ο «ξένος από τη Δύση» που έφτασε στο ραντεβού του με ένα μεγάλο Peugeot ήταν από την αρχή διαφορετικός. Ο θείος Πολ βρήκε το χωριό, έδειξε ένα χαρτί με το όνομα της εταιρείας σε περαστικούς και αυτοί τον καθοδήγησαν με τα χέρια τους.

Έφτασε στο «εργοστάσιο» (που στα μάτια του ήταν απλώς ένας μικρομεσαίος χώρος παραγωγής). Του ζήτησαν να περιμένει για 20 λεπτά και στη συνέχεια «κλήθηκε να παρουσιαστεί στον κ. Μ». Ήταν το τέλος του Φθινοπώρου και ο θείος ήταν ντυμένος με ένα μοντέρνο κουστούμι και πουκάμισο χωρίς γραββάτα, ενώ ο κ. Μ φορούσε ένα παλιό κουστούμι, ένα νούμερο μικρότερο από αυτό που θα έπρεπε, με μία γραββάτα που μάλλον του είχε ξεμείνει από τα χρόνια της εφηβείας του (τον είχα δει και εγώ έτσι κάποιες φορές, την ώρα που άλλοι του έλεγαν πόσο καλοντυμένος ήταν). Ο μεταφραστής ήταν κάποιος συγγενής του κ. Μ, «που πήγε στην πόλη και έμαθε Αγγλικά».

Έλληνες, Γερμανοί και Κινέζοι…

… Μιας και ήδη γνωρίζονταν, ξεκινήσουν αμέσως να μιλούν για δουλειές.

Π: «Μελέτησα με προσοχή τα προϊόντα σου και τον κατάλογό σου στα αγγλικά»

– «Χαίρομαι. Ποιο είναι το συμπέρασμά σου; Κατάλαβες και εσύ ότι προσφέρουμε προϊόντα εξαιρετικά υψηλής ποιότητας;»

Π: «Ναι, καλά είναι».

– «Μόνο καλά;»

Π: «Κοίτα, έχουμε κοινούς γνωστούς. Ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Τα προϊόντα σου είναι καλά, αλλά όχι σαν τα γερμανικά, που φυσικά είναι και πιο ακριβά. Επίσης μην ξεχνάς ότι οι Κινέζοι ξεκινούν να μπουν στην αγορά…». (Ο θείος μου δεν ήξερε ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων τότε, όπως και τώρα, δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τις ειλικρινείς και ευθείες συζητήσεις).

– «Δουλέψαμε δεκαετίες ολόκληρες για να φτάσουμε στη σημερινή μας επιτυχία».

Π: «Αν θέλεις να πουλήσεις στις αγορές που δουλεύω, το Βέλγιο και τη Γαλλία για ξεκίνημα, θα πρέπει να κάνεις κάποιες αλλαγές. Πρώτα από όλα θέλω να μου ετοιμάσεις έντυπα στη γαλλική γλώσσα! Δεν ξέρουν όλοι αγγλικά στις γαλλόφωνες χώρες…»

– «Μα τα αγγλικά είναι η κορυφαία γλώσσα για τις business! Αυτά είναι άχρηστα επιπλέον κόστη…»

Π: «… και δεύτερο και πιο σημαντικό: Θα πρέπει να κάνεις κάποιες τροποποιήσεις στα προϊόντα σου, να αλλάξεις κάποιες τεχνικές παραμέτρους, να προσαρμοστείς στις ανάγκες των αγορών μας και να προετοιμαστείς για το μέλλον! Όλος ο κλάδος θα μεταμορφωθεί, ήδη ξεκίνησαν να εμφανίζονται εργοστάσια με εντελώς νέες τεχνολογίες παραγωγής, με πολύ χαμηλότερο κόστος μονάδος προϊόντος».

Ο κ. Μ δούλευε μία ολόκληρη ζωή για να φτάσει να κατασκευάσει «προϊόντα υψηλής τεχνολογίας» όπως έλεγε στους ντόπιους της περιοχής και τους δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης. Τώρα ένας ξένος από τη Δυτική Ευρώπη είχε πάει εκεί, παρφουμαρισμένος και ντυμένος με ακριβά ρούχα, θεωρώντας τις δεκαετίες της δουλειάς του «όχι αρκετές». Όταν ο μεταφραστής του μετέφραζε τις τελευταίες λέξεις του ξένου, ο κ. Μ έπρεπε να λάβει μία απόφαση…

«Ποιος είσαι εσύ, ρε;» το παρελθόν ρώτησε το μέλλον…

Ο κ. Μ είχε εντελώς διαφορετική γνώμη…

– «Καταλαβαίνω την προσέγγισή σου, όμως πιθανώς μιλάς έτσι επειδή δεν ξέρεις κάθε λεπτομέρεια αυτής της δουλειάς, εννοείται ούτε την εταιρεία μας. Έχουμε ένα καθετοποιημένο εργοστάσιο, με δικά μας καλούπια, πατέντες και τεχνολογίες. Είμαστε ο ηγέτης της αγοράς στη Βόρεια Ελλάδα και όταν πηγαίνουμε σε διεθνείς εκθέσεις, οι άνθρωποι περιμένουν στην ουρά για να μας μιλήσουν».

Π: «… ή για να σας γνωρίσουν, να δουν έναν νέο παίκτη. Σε πόσες εκθέσεις έχετε πάει ως τώρα;»

– «Σε τέσσερις, αλλά ξέρω τι λέω. Έχουμε ό,τι μας χρειάζεται και δεν καταλαβαινω γιατί θα πρέπει εμείς να προσαρμοστούμε στις αγορές σας! Ίσως θα έπρεπε να σκεφτείς ότι είναι πιο σωστό να τους εξηγήσεις γιατί είναι καλύτερο να προσαρμοστούν αυτοί στις δικές μας προδιαγραφές!»

Π: «Εντάξει, θα σκεφτώ την πρότασή σου», είπε ο θείος Πολ, όσο πιο ευγενικά μπορούσε.

Ο κ. Μ μπορεί να ήταν παλαιών αρχών, όμως δεν ήταν χαζός. Διάβασε αμέσως τη γλώσσα του σώματος του θείου μου και κατάλαβε ότι είχε απορριφθεί, κάτι εντελώς απαράδεκτο για αυτόν. Για αυτό και ζήτησε από τον μεταφραστή να μεταφράσει κάθε λέξη του…

– «Για άκου να σου πω… ποιος είσαι εσύ, ρε; Ποιος είσαι εσύ που θα μας κρίνεις τόσο αυστηρά; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να θεωρήσεις πως δεν είμαστε αρκετά καλοί για τις αγορές σου; Τι είσαι; Τίποτε δεν είσαι! Ένας broker, ένας απλός ενδιάμεσος! Εμείς είμαστε ΟΙ ΠΑ ΡΑ ΓΩ ΓΟΙ…» (είπε και σηκώθηκε όρθιος) «… εμείς είμαστε αυτοί που ξέρουμε την αγορά και την προμηθεύουμε με ποιοτικά προϊόντα εδώ και δεκαετίες! Εσύ δεν έχεις καν πολλούς υπαλλήλους! Πώς μιλάς χωρίς να έχεις πολλούς υπαλλήλους; Δεν μπορείς να καταλάβεις τι θέλουν οι πελάτες! Με ποιο δικαίωμα με απορρίπτεις, στο ίδιο μου το γραφείο;»

Πωλήσεις και Marketing ή Παραγωγή;

Η: «Λοιπόν, θείε, τι του είπες όταν σου έκανε τέτοια επίθεση;»

Π: «Τι μπορείς να πεις σε έναν άνθρωπο με καλές προθέσεις αλλά εντελώς τυφλό στη δουλειά του;»

Η: «Γιατί τυφλό;»

Π: «Επειδή στη συζήτηση για το ποιος έχει τη δύναμη, αυτός που παράγει ή αυτός που πουλάει, την απάντηση την έχει δώσει η ζωή και η αγορά εδώ και χρόνια, μην πω αιώνες…»

Η: «Ίσως ήθελε να αλλάξει τα δεδομένα της αγοράς, να βάλει νέους κανόνες, να πρωτοπορήσει! Γιατί το αποκλείεις; Σε αυτή την περίπτωση, η παραγωγή μπορεί να αλλάξει τους κανόνες ενός ολόκληρου κλάδου της οικονομίας!»

Π: «Και έτσι να είναι, για να υλοποιηθεί αυτό το όραμα, θα πρέπει να συνοδευτεί με την κατάλληλη ομάδα πωλήσεων και εξαιρετική δουλειά marketing! Πάντα πρέπει να σκέφτεσαι το πώς θα κάνεις πιο εύκολη τη ζωή των πελατών σου και πώς θα τους επικοινωνήσεις σωστά τα μηνύματά σου!»

Η: «… και αν υπάρχει ένας άνθρωπος που μπορεί να…»

Π: «Αγόρι μου, δεν σου έμαθε ο πατέρας σου πως η εξαίρεση απλά επιβεβαιώνει τον κανόνα; Καλούς παραγωγούς που χρεωκόπησαν με απούλητα καλά προϊόντα έχω γνωρίσει. Καλούς πωλητές και μαρκετίστες που να πουλάνε καλά προϊόντα και να έχουν χρεωκοπήσει δεν έχω γνωρίσει ακόμη».

Τουλάχιστον φάγανε καλό ψάρι…

Π: «Σε όλα όσα μου είπε ο κ. Μ, απάντησα με χαμόγελο», ο θείος μου επέστρεψε στη διήγησή του:

Π: «Δεν ξέρω γιατί θύμωσες τόσο πολύ. Ήρθα εδώ επειδή εσύ με κάλεσες, έχω επενδύσει χρόνο για να μιλήσω με σημαντικούς ανθρώπους, πραγματικούς γνώστες της αγοράς. Σου ανέφερα τι είπαν όλοι αυτοί και σου έδωσα πληροφορίες που δεν μπορείς εύκολα να συγκεντρώσεις. Καταλαβαίνω ότι δεν θέλεις να κάνουμε δουλειές μαζί, όμως δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, μπορούμε να μείνουμε φίλοι! Άλλωστε δεν έχουμε λόγο να μαλώνουμε! Ζητώ συγνώμη αν νομίζεις ότι σε προσέβαλλα κάπου, επίτρεψέ μου να πληρώσω για το ψάρι του μεσημεριανού μας…»

– «… ποιου μεσημεριανού;»

Π: «Αυτού που θα φάμε μαζί, αυτού στο οποίο σε προσκαλώ!»

– «Θα τρελάθηκες μου φαίνεται! Εσύ, να πληρώσεις στην πόλη μου; Ξέχασέ το!» είπε ο κ. Μ και τηλεφώνησε στο αγαπημένο του παραθαλάσσιο μαγαζί… «Θα είμαστε εκεί σε 40 λεπτά, ναι, 3 άτομα. Θέλω τα μεγαλύτερα και φρεσκότερα ψάρια σας, αλλά και τα καλύτερα κρασιά σας. Θέλω να εντυπωσιάσω έναν αλαζόνα ξένο που νομίζει ότι ξέρει κάτι για την Ελλάδα».

Έφυγαν μαζί για το εστιατόριο και συζήτησαν τις επόμενες 4 ώρες. Συμφώνησαν να συναντηθούν ξανά στο μέλλον… «όταν καταλάβεις ότι έκανες λάθος να μας κρίνεις τόσο σκληρά», όπως είπε ο κ. Μ στον θείο μου.

«Μία δουλειά ζόμπι»

Π: «Ευτυχώς κατάφερα να γυρίσω πίσω στην Κατερίνη μετά από τόσο κρασί και φαγητό! Η θεία σου θα με σκότωνε αν ήξερε!»

– «Εξακολουθώ να ακούω καλά» ακούστηκε μία φωνή από την κουζίνα…

Η: «Τι έγινε τελικά με αυτόν, θείε;»

Π: «Η δουλειά του δεν ήταν κακή, αλλά ήταν πολύ πεισματάρης για να αποδεχθεί ότι θα έπρεπε να την αλλάξει, να την προσαρμόσει στα νέα δεδομένα, να προλάβει το μέλλον πρίν καταφτάσει. Οι Κινέζοι μπήκαν στον κλάδο μας όπως και σε όλες τις άλλες δουλειές. Αυτός θα έπρεπε να δει τι μπορεί να κάνει καλά και ίσως να εξειδικευτεί σε αυτό, με καλό εξοπλισμό, πολύ προσεκτικά οικονομικά και συνεχείς καινοτομίες. Αντί για όλα αυτά, συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει δυστυχώς… μία δουλειά ζόμπι. Σε μόλις λίγα χρόνια μεταμόρφωσε μία υγιή εταιρεία σε έναν οργανισμό που πάλευε να επιβιώσει».

«… και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς»

Το πώς όλα μπορούν να αλλάξουν στη ζωή μας το θυμάμαι κάθε μέρα, διαβάζοντας την προσευχή μου που λέει μεταξύ άλλων «(ο Θεός)… πεινώντας ενέπλησσεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς». Σήμερα είσαι, αύριο όλα έχουν αλλάξει…

Ο θείος μου δεν ήξερε πως εκτός από την ολική έλλειψη διορατικότητας για το μέλλον και ικανότητας προσαρμογής στα νέα δεδομένα, ο κ. Μ είχε και εξαιρετικά περιορισμένες γνώσεις περί οικονομίας και διοίκησης επιχειρήσεων. Ο άνθρωπος που δήλωνε «βιομήχανος» ήδη προς το τέλος της δεκαετίας του ΄90 είχε αρχίσει να μένει πίσω, με τη δουλειά του να έχει πτωτικές πωλήσεις και πολύ περιορισμένα περιθώρια κέρδους. Δεν είχε καταλάβει πως όταν αναπτύσσεσαι με υψηλό δανεισμό είναι σα να τρέχεις μπροστά και πίσω σε κυνηγάνε δέκα μαζί για να σε δείρουν. Έτσι και σε πιάσουν, θα έχεις πρόβλημα, μιας και δεν μπορείς να έχεις πωλήσεις που δεν «τρέχουν», μικρά περιθώρια κέρδους και δάνεια με μεγάλα επιτόκια. Δε βγαίνει η άσκηση!

Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, λίγο μετά την απόφασή μου να φύγω από την Ελλάδα και να επιλέξω τη Ρουμανία για να ασχοληθώ εκεί με το επιχειρείν, ο κ. Μ είχε ήδη χρεωκοπήσει. Το «εργοστάσιο» το πήρε ο αδερφός του «σε μία τελευταία προσπάθεια για να το σώσει», όμως πολύ σύντομα πωλήθηκε σε κάποιον άλλον, που και αυτός ήταν τελικά «μπροστινός» για κάποιον που ήθελε τον χώρο για αποθήκες και όχι παραγωγή.

(Σαν τον κ. Μ διαλύθηκε και μία ολόκληρη γενιά Ελλήνων επιχειρηματιών που δεν άλλαξαν, δεν προσαρμόστηκαν, «έμειναν εδώ να το παλέψουν»).

Μέσα σε δέκα χρόνια από τη συνάντησή τους, ο θείος μου έφυγε από κοντά μας μετά από έναν εξουθενωτικό αγώνα σκουός, ενώ η «επιχείρηση που ευημερούσε» έκλεισε…

«… και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς»

Προσαρμόσου στο μέλλον, αλλιώς κινδυνεύεις να βγεις εκτός αγοράς

Ο κ. Μ δεν ήταν κακός άνθρωπος, απλά έμεινε πίσω και «τον πρόλαβε το μέλλον». Δυστυχώς δεν τον πρόλαβε απλά, τον πήρε και τον σήκωσε σαν ανεμοστρόβιλος… Η οικογένειά του διαλύθηκε, τα παιδιά του υπέφεραν, όλα τους έκαναν πολλά και μεγάλα λάθη, όμως σήμερα φαίνεται πως έχουν ξαναβρεί τον δρόμο στη ζωή τους. Ένας άνθρωπος που ασχολείται με το επιχειρείν και καταφέρνει να μάθει από τα λάθη του είναι κάποιος που δικαιούται και αξίζει να έχει άλλη μία ευκαιρία στο κάτω κάτω της γραφής. (Και όλοι όσοι τον «έγλυφαν» και του έλεγαν ψέματα για να του «ψυρίσουν» χρήματα φυσικά και μιλάνε για αυτόν με απέχθεια…)

Είναι φυσικό στη ζωή να προτιμούμε τη σταθερότητα από την αλλαγή. Είναι λογικό να επιλέγουμε τη σίγουρη κατάσταση από αυτή που δεν γνωρίζουμε, από το αβέβαιο μέλλον. Πολλοί από εμάς που επιχειρούμε, αν όχι όλοι, έχουμε σκεφτεί κατά καιρούς ότι «θα προεκτείνω τον κύκλο κερδοφορίας αυτής της δουλειάς που δημιούργησα με πολύ κόπο, αντί να την αλλάξω», όπως το λέμε και για άλλους τομείς της ζωής μας.

Θυμήσου όμως πως στον σημερινό κόσμο οι βεβαιότητες του σήμερα είναι τα απολιθώματα του αύριο! Συχνά μπορεί να βρεθείς να αποτελείς «μέρος του παρελθόντος» χωρίς καν να καταλάβεις πότε συνέβη αυτό. Δεν είναι κακή ιδέα να δοκιμάζεις κάπου κάπου τον εαυτό σου, να προσπαθείς να εξετάσεις έντιμα και αντικειμενικά τη δουλειά σου, την αγορά και τις προοπτικές της. Αν δεν το κάνεις εσύ, ή έστω αν δεν φέρεις κάποιον ειδικό να το κάνει, αν δεν είσαι ανοικτός να αναζητήσεις και να βρεις τις αλλαγές που θα σε οδηγήσουν σε ευημερία και στο μέλλον, ρισκάρεις να ξυπνήσεις σε ένα εντελώς διαφορετικό, εχθρικό επιχειρηματικό περιβάλλον.

Χωρίς να απεμπολήσεις τις αρχές και τις αξίες με βάση τις οποίες πορεύεσαι στη ζωή σου, προσπάθησε να κρατήσεις ανοικτά τα μάτια σου και κράτα στο μυαλό σου ότι έχεις ανάγκη να προσαρμόζεσαι διαρκώς σε όσα έρχονται στο μέλλον. Κάντο και θα με θυμηθείς, μιας και θα είσαι εσύ ο ίδιος ο πρώτος που θα επωφεληθεί!

Τι γνώμη έχεις;

Reader Interactions

Ilias P. Papageorgiadis

Ilias Papageorgiadis

Ο Ηλίας Π. Παπαγεωργιάδης είναι επιχειρηματίας και σύμβουλος επιχειρήσεων, με δραστηριότητα από το 1993, πολλά και πετυχημένα projects, έντονη κοινωνική δράση, ενώ έχει συγγράψει και 4 βιβλία.

Σχόλια_

  1. Διονύσης αναφέρει:

    ”Θυμήσου όμως πως στον σημερινό κόσμο οι βεβαιότητες του σήμερα είναι τα απολιθώματα του αύριο!”
    Αυτό πρέπει να το καδράρουμε όλοι εμείς που επιχειρούμε και προσβλέπουμε στη συνεχή εξέλιξη.

  2. Αλεξανδρος αναφέρει:

    Δεν βλέπω κατι που δεν εχουμε ξαναδει.Η συνταγη της αποτυχιας γνωστη.Στασιμοτητα,εγωισμος και φυσικά μεγαλα δάνεια που η επιχείρηση αδυνατεί να καλυψει.Μην ξεχασω και αυτους που λιβανιζουν και δαγκωνουν τον επιχειρηματια οποτε μπορουν.Ομως αυτη η σταση έβγαλε σε ανεργία καποιους εργαζομενους και στερησε απο το τοπο την συνέχεια δηλαδη το μελλον!

Διατυπώστε την άποψη σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *