Έτσι ο πρώην πλέον φύλακας βρέθηκε πίσω στο χωριό του, άνεργος, αγράμματος, χωρίς λεφτά στην άκρη, χωρίς ίσως και μεγάλη εξυπνάδα. Είχε όμως δύο πλεονεκτήματα: Την πρόκληση του ξεβολέματος και την όρεξη για σκληρή δουλειά. Θα του ήταν αρκετά; Σκέψου πόσοι άνθρωποι στις μέρες μας περνάνε δύσκολα, κλαίγονται αλλά στην πράξη δεν θέλουν να δουλέψουν πραγματικά, παρά το ότι έχουν περισσότερα προσόντα και ευκαιρίες. Ψάχνουν εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Τι θα έκανε αυτός;
…
Στη ζωή μου έχω ευλογηθεί με το να έχω φίλους τόσο στην ηλικία μου, όσο και μικρότερους αλλά και μεγαλύτερους. Ειδικά οι πιο μεγάλοι, με τη σοφία και την εμπειρία τους στη ζωή και τις επιχειρήσεις, αποτέλεσαν και αποτελούν πάντα για μένα έναν ξεκάθαρο «φάρο» για να ακολουθώ και να μη χάνω τον δρόμο μου…
Καλοκαίρι του 2000. Μία πολύ κακή προσωπική περίοδος…
Το 2000 είχα προλάβει να βιώσω την τρίτη μου «οικονομική κατάρρευση». Για άλλη μία φορά είχα «καταφέρει να το πετύχω» χωρίς να κάνω κάποιο λάθος, εκτός από το ότι εμπιστεύτηκα λάθος ανθρώπους. «Συγκυρίες» και «καταστάσεις» μας είχαν φέρει μαζί με τον Γρηγόρη στο χείλος του (οικονομικού) γκρεμού, ξανά. Ένιωθα να πνίγομαι από την αδικία για την προδοσία που είχα υποστεί (ξανά), έβλεπα τον εαυτό μου για άλλη μία φορά να κτίζει κάτι και αυτό να καταρρέει από εξωγενείς παράγοντες, ένιωθα ότι γίνομουν ένα είδος Σισσύφου…
Ήμουν 25, ο Γρηγόρης 24 και συχνά νιώθαμε ότι είχαμε ζήσει περισσότερες εμπειρίες από αυτές που είχαν συνταξιούχοι…
Σε ένα εστιατόριο στον Άγιο Παντελεήμονα στον Όλυμπο, με θέα τον Θερμαϊκό κόλπο…
Όταν πρότεινα στον μεγαλύτερο σε ηλικία φίλο μου επιχειρηματία να τα πούμε, αρνήθηκε να με συναντήσει στην Κατερίνη. «Θα πάμε στον Όλυμπο, να βλέπουμε τον Θερμαϊκό και να συζητάμε» επέμεινε…
Οικονομικά ήμασταν χάλια. Το Χρηματιστήριο στην Ελλάδα είχε σκάσει τον Σεπτέμβριο του 1999 και όλοι μιλούσαν μόνο για αυτό. Στις ΗΠΑ η φούσκα των dot.com έσκαγε βήμα βήμα και δημιουργούσε αβεβαιότητα στις οικονομίες του πλανήτη. Όλα αυτά με έκαναν να νιώθω ότι το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ήταν σαθρό, ότι δεν είχα από που να πιαστώ, παρά το ότι είχαμε καταφέρει να κρατήσουμε την τοπική μας εφημερίδα και τη διαφημιστική μας εταιρεία.
Εξήγησα όλα αυτά στον φίλο μου. Ήξερε τι μου συνέβη και πώς είχα εξαπατηθεί, μικρή σημασία είχε όμως…
– «Ηλία, δεν βλέπεις τη μεγάλη εικόνα. Έχεις εγκλωβιστεί στο πρόβλημά σου και κινδυνεύεις να απωλέσεις την ικανότητά σου να καταλαβαίνεις όσα συμβαίνουν εδώ στον τόπο μας, στην Ελλάδα και εκτός αυτής».
Η: «Μήπως είσαι λίγο υπερβολικός;»
– «Θα έλεγα ότι εσύ είσαι αυτός που υπερβάλλεις. Ούτε ο πρώτος είσαι ούτε ο τελευταίος που εξαπατήθηκε. Ναι, βρίσκεστε με τον Γρηγόρη στον αέρα, όμως απλώς ξεβολευτήκατε και θα πρέπει να «επινοήσετε και πάλι τον εαυτό σας», έχετε όλα τα όπλα για να το κάνετε.
Η: «Να επινοήσουμε τον εαυτό μας ξανά; Μα αυτό είναι πολύ…»
– «… πριν πεις τι είναι, άσε με να σου πω μία ιστορία» μου είπε και παρήγγειλε ένα λευκό κρασί, γελώντας μαζί μου που παρήγγειλα ένα… νερό. «Εμένα μου είπαν ότι είναι αληθινή, αλλά εσύ θεώρησέ τη απλά μία ιστορία, μικρή σημασία έχει…»
Ο φύλακας του μπουρδέλου
«Ήταν κάποτε σε μία μεγάλη πόλη ένα μπουρδέλο, πορνείο με γυναίκες. Εκεί δούλευε ένας νεαρός που είχε ήδη μεγάλη προϋπηρεσία. Τον είχαν πάρει από μικρό ως παιδί για τα θελήματα, όμως τον κράτησαν και τον έκαναν φύλακα. Ήταν μεν αγράμματος, αλλά ήταν πιστός και έμπιστος, φρόντιζε να κυλούν όλα ομαλά στη δουλειά, άριστος στα καθήκοντά του. Έμενε κιόλας σε ένα καμαράκι εκεί, όλη του η ζωή ήταν η δουλειά του στο μπουρδέλο. Το χωριό του ήταν αρκετά μακριά και είχε χρόνια να πάει.
Μια μέρα έμαθε πως το μπουρδέλο πουλήθηκε! Δεν έδωσε σημασία, μιας και ήξερε πως οποιοσδήποτε σοβαρός άνθρωπος θα εκτιμούσε τη σκληρή του δουλειά και τον μισθό του που δεν ήταν μεγάλος. «Κανέναν δεν ενοχλώ, όλοι μ’ αγαπάνε» σκέφτηκε. Όταν όμως συνάντησε τον νέο ιδιοκτήτη, έπαθε σοκ…
Το ξεβόλεμα
– «Καλημέρα, είμαι ο νέος ιδιοκτήτης της επιχείρησης και θέλω να εφαρμόσω εδώ κάποιες αλλαγές, σύμφωνα και με τη νέα νομοθεσία».
– «Βεβαίως, κύριε, θα κάνω ό,τι μου πείτε για να συμμορφωθώ».
– «Τέλεια. Θέλω να ξεκινήσεις να γράφεις τα ονόματα των πελατών, έστω τα μικρά τους. Επίσης τί ώρα ήρθε κάποιος και τι ώρα έφυγε, με ποια κοπέλα πήγε και αν έμεινε ευχαριστημένος με τις υπηρεσίες μας».
– «Συγνώμη, κύριε, αλλά δεν ξέρω να γράφω. Αν αυτό είναι πρόβλημα, δώστε μου παρακαλώ λίγους μήνες και θα μάθω όσο πιο γρήγορα μπορώ, ίσως και εβδομάδες! Θα βρω ένα σχολείο, δεν θα σας δημιουργήσω πρόβλημα!»
– «Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται. Θέλω να ξεκινήσει η καταγραφή αμέσως, το πολύ ως την επόμενη εβδομάδα».
– «Μα, κύριε, δουλεύω εδώ για τόσα χρόνια, είμαι έντιμος, εργατικός, δεν έχω δημιουργήσει προβλήματα, όλοι μπορούν να σας το πουν αυτό…»
– «Τα ξέρω όλα αυτά, όμως αν δεν μπορείς να προσαρμοστείς και να ακολουθήσεις τις αλλαγές, θα πρέπει να βρεις άλλη δουλειά».
Ο φύλακας το βρήκε άδικο όλο αυτό. Γιατί να τον απολύσουν μετά από τόσα χρόνια; Τι το σπουδαίο είχε αυτός ο «εκμοντερνισμός» που δεν μπορούσε να περιμένει για μερικούς μήνες; Σε λίγες μέρες απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από κάποιον που ήξερε να γράφει…
Πίσω στο χωριό
Έτσι ο πρώην πλέον φύλακας βρέθηκε πίσω στο χωριό του, άνεργος, αγράμματος, χωρίς λεφτά στην άκρη, χωρίς ίσως και μεγάλη εξυπνάδα. Είχε όμως δύο πλεονεκτήματα: Την πρόκληση του ξεβολέματος και την όρεξη για σκληρή δουλειά. Θα του ήταν αρκετά; Σκέψου πόσοι άνθρωποι στις μέρες μας περνάνε δύσκολα, κλαίγονται αλλά στην πράξη δεν θέλουν να δουλέψουν πραγματικά, παρά το ότι έχουν περισσότερα προσόντα και ευκαιρίες. Ψάχνουν εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Τι θα έκανε αυτός;
Ο φύλακας λοιπόν αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στο χωριό του, μαζί με τα λίγα μπογαλάκια του. Εκεί ήταν νεόφερτος, μιας και έλειπε από μικρός, τον είχε πάρει στην πόλη ο πατέρας του όταν είχε πεθάνει η μητέρα του… έτσι δεν θα τον ονομάζαμε «καλοδεχούμενο». Οι άνθρωποι ήταν καχύποπτοι μαζί του, όμως έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να επιβιώσει. Είχε φέρει και λίγα εργαλεία που χρησιμοποιούσε στην παλιά του δουλειά και με αυτά βρήκε μία περιστασιακή απασχόληση, επιδιορθώσεις στο σπίτι κάποιου χωρικού, τοίχους, φράκτες κλπ.
Η πρώτη «αποστολή»
Μία μέρα όπως δούλευε ένα συγχωριανός τον πλησίασε και τον παρατήρησε να δουλεύει…
– «Που βρήκες αυτό το σφυρί; Χρειάζομαι και εγώ ένα και δεν το πουλάει κανείς εδώ»
– «Το πήρα από την πόλη, από εκεί το αγόρασα».
– «Θέλω και εγώ ένα, όμως δεν προλαβαίνω να πάω εκεί, που το πουλάνε;»
– «Είναι ένα μαγαζί σε μία μεγάλη λεωφόρο, πίσω από μία εκκλησία…»
– «Αν ξέρεις πού είναι, πάνε σε παρακαλώ να αγοράσεις δύο σφυριά από αυτό και άλλα τρία εργαλεία που έχω ανάγκη. Εσύ ξέρεις καλά την πόλη».
– «Δεν ξέρω αν…»
– «Θα σου πληρώσω τα έξοδα και τον χρόνο σου, φυσικά το κόστος των εργαλείων και ένα κέρδος για εσένα».
Ο πρώην φύλακας πήγε στην πόλη, επέστρεψε σε δύο ημέρες και πληρώθηκε.
Περισσότερες «αποστολές»…
– «Εσύ δεν είσαι ο ειδικός στα εργαλεία;» τον ρώτησε κάποιος στο χωριό μετά από τρεις μέρες.
– «Είμαι;» απάντησε έκπληκτος…
– «Ναι, έτσι μου είπε ο φίλος μου, του έφερες το καλύτερο σφυρί, αυτά όλα που ζήτησε και δεν τον έκλεψες, είσαι και τίμιος».
– «Μα γιατί να τον κλέψω;»
– «Θα μπορούσες σε παρακαλώ να πας και για μένα στην πόλη; Χρειάζομαι αυτή τη λίστα με τα εργαλεία…»
Σε μερικές εβδομάδες είχε πάει στην πόλη πάνω από δέκα φορές, αγοράζοντας κάθε είδους εργαλεία, αλλά και άλλα προϊοντα που του ζητούσαν. Σιγά σιγά άρχισε να παίρνει παραγγελίες και από τα γειτονικά χωριά. Δεν πέρασαν τρεις μήνες και σταμάτησε να δουλεύει στο σπίτι του ανθρώπου. Πήγαινε και ερχόταν στην πόλη σε μόνιμη βάση, κουβαλώντας εργαλεία…
Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη
Σε ένα από τα ταξίδια του στην πόλη, ο πρώην φύλακας σκέφτηκε «γιατί να ταξιδεύω συνέχεια; Δεν θα ήταν καλύτερο να πηγαίνω μία φορά τον μήνα και να κάνω μία μεγάλη παραγγελία;» Επιστρέφοντας οργάνωσε τις παραγγελίες, ενώ πήρε και το πρώτο του ρίσκο, προσπάθησε να προβλέψει τι περίπου θα του ζητούσαν την επόμενη περίοδο, για να τα αγοράσει από πριν και να τα έχει διαθέσιμα. Πλήρωσε μετρητοίς και πήρε μία καλή έκπτωση, κάτι που δεν το είχε υπολογίσει. Ξεκίνησε να μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει, αλλά και να κάνει σωστούς υπολογισμούς. Ήξερε ότι θα του χρειαστούν όλα αυτά…
Δεν πέρασε πολύς καιρός και αποφάσισε να ανοίξει το πρώτο του μαγαζί στο χωριό, ένα νέο που ευχαρίστησε όλους τους κατοίκους, μιας και δεν θα έπρεπε πια να περιμένουν για να πάρουν τα εργαλεία τους. Όλα θα ήταν διαθέσιμα στο μαγαζί του. Διαπίστωσε πως πάντα υπάρχουν άνθρωποι και εταιρείες που θα εμπιστευτούν έναν σκληρά εργαζόμενο και σοβαρό νέο, για να του δώσουν την ευκαιρία να κάνει το επόμενο βήμα στη δουλειά του.
Δεν πέρασαν 2 χρόνια και είχε πλέον μία μικρή «αλυσίδα» από μαγαζιά, καλύπτοντας όλα τα χωριά της περιοχής. Δεν καβάλησε το καλάμι, συνέχισε να είναι χαμογελαστός και απλός, δεν ξόδευε τα λεφτά του σε βλακείες, τα μάζευε και πλήρωνε μετρητοίς τα πάντα.
Πίσω στη μεγάλη πόλη
Όταν όμως αρκετά μικρά σημεία πώλησης δουλεύουν καλά και ο ιδιοκτήτης τους είναι νοικοκύρης, τότε τα λεφτά περισσεύουν. Για αυτό και λίγο αργότερα αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στην πόλη και να ανοίξει εκεί το πρώτο του μικρό μαγαζί.
Μελέτησε την αγορά για έναν μήνα, διάλεξε με προσοχή το σημείο και ξεκίνησε. Σύντομα το μικρό μαγαζί έγινε μεγάλο και το ένα μαγαζί έφερε το δεύτερο, μέχρι που αγόρασε και το μαγαζί από όπου παλιά προμηθεύονταν τα σφυριά, εκεί πίσω από την εκκλησία…
Εκατομμυριούχος
Ο πρώην φύλακας παντρεύτηκε και έχοντας διαλέξει γυναίκα επίσης ορεξάτη για δουλειά, συνέχισε να «κτίζει» μαζί της. Αφού κατέκτησε τη μία μεγάλη πόλη επεκτάθηκε και στην επόμενη, μέχρι που έγινε σε λίγα χρόνια ο μεγαλύτερος παίκτης της χώρας, πάντα αγοράζοντας και πουλώντας μόνο μετρητοίς. Είχε γίνει εκατομμυριούχος, όμως κανείς δεν μπορούσε να το καταλάβει, μιας και δεν είχε αλλάξει συμπεριφορά. Απλός άνθρωπος είχε παραμείνει.
«Έγινα πλούσιος γιατί ήμουν αγράμματος και με έδιωξαν από το μπουρδέλο»
Πέρασαν τα χρόνια και ο πρώην φύλακας ήταν πλέον ένας από τους πιο αξιοσέβαστους επιχειρηματίες της χώρας. Όταν ανακοίνωσε επίσημα ότι αποσύρεται από τη δουλειά, αφήνοντας τα παιδιά του να διοικήσουν, το μεγαλύτερο οικονομικό πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας τον κάλεσε για να τον βραβεύσει για τα επιτεύγματά του. Μετά την τελετή, του ζήτησαν να μιλήσει με τους φοιτητές και να μοιραστεί μαζί τους την εμπειρία του…
Ένας από τους φοιτητές πήρε τον λόγο και τον ρώτησε:
– «Πώς καταφέρατε να γίνετε τόσο πλούσιος; Ποιο ήταν το κίνητρό σας; Τι σας έκανε να παλέψετε για να τα καταφέρετε; Πώς φτάσατε σε αυτό το επίπεδο;»
Η απάντησή του εξέπληξε τους πάντες…
– «Έγινα πλούσιος γιατί ήμουν αναλφάβητος. Για αυτό έχασα τη δουλειά που είχα, ήμουν φύλακας σε ένα μπουρδέλο. Αν με είχαν κρατήσει, δεν θα είχα ξεκινήσει ποτέ τη δικιά μου επιχείρηση πίσω στο χωριό μου. Θα είχα μείνει στην πόλη, φύλακας στο μπουρδέλο. Όταν όμως είδα τον κόσμο μου να καταρρέει και δεν είχα βοήθεια από κανέναν, έπρεπε να βρω μία λύση. Δούλεψα σκληρά, παρέμεινα έντιμος, έψαξα να βρω τι θέλουν οι άνθρωποι και τους το προσέφερα με ποιότητα, σοβαρότητα και άριστη εξυπηρέτηση. Όμως στο τέλος της ημέρας αν θέλετε να απαντήσω με μία φράση, θα σας έλεγα απλά πως ήμουν τυχερός που απολύθηκα από το μπουρδέλο».
…
Άγρυπνες νύχτες…
Δεν χρειάστηκε να μου πει κάτι άλλο ο φίλος μου. Αλλάξαμε θέμα, τελειώσαμε και με τα πολιτικά και γυρίσαμε πίσω στην Κατερίνη. Πέρασα πολλά βράδια σκεπτόμενος και ακόμη περισσότερες μέρες σχεδιάζοντας μαζί με τον αδερφό μου. Σχεδιάζοντας και δουλεύοντας…
Ήδη από το Φθινόπωρο του 2000 στήσαμε με τον Γρηγόρη τα πάντα από την αρχή, αλλάζοντας συθέμελα όλα όσα κάναμε ως τότε. (Αποδείχθηκε ότι αυτό θα ήταν αναγκαίο να το κάνουμε πολλές φορές ακόμη στη ζωή μας, αλλά τότε δεν το ξέραμε).
Το 2002 στην Πιερία εξελέγησαν 13 δήμαρχοι. Είχαμε κάνει την καμπάνια σε όλους τους, καθώς και σε δεκάδες υποψήφιους δημοτικούς και νομαρχιακούς συμβούλους που εξελέγησαν κλπ. Είχαμε σαρώσει. Εκείνη τη χρονιά αποκτήσαμε και τους πρώτους πολύ μεγάλους πελάτες εκτός πολιτικής και συνεχίσαμε να πηγαίνουμε προς τα πάνω.
Tο 2003 αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα «πριν χρεωκοπήσει» και το 2004 επέλεξα να πάω στη Ρουμανία και να ξεκίνησω πάλι από το μηδέν, κάνοντας πράγματα πολύ μεγαλύτερα από αυτά που θα μπορούσα να φανταστώ…
Πάντα με την ιστορία του φύλακα του μπουρδέλου στο μυαλό μου…
Και αν τα καταφέραμε με τον Γρηγόρη όταν ξεβολευτήκαμε, πίστεψέ με πως μπορείς να το κάνεις και εσύ, αν βρεθείς σε μία κακή στιγμή της ζωής σου. Στρατηγική και δουλειά θα χρειαστείς. Από αυτή τη δουλειά τη σκληρή, τη 12-16ωρη, που όταν γίνεται με πρόγραμμα και σχέδιο σου αλλάζει τη ζωή…
Τίποτε δεν τελειώνει σε μία πολύ κακιά στιγμή.
Μην ξεχνάς τον φύλακα του μπουρδέλου…
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Διατυπώστε την άποψη σας